Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

                                                         ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

        Συμπληρώνονται, φέτος, 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, Νίκου Καββαδία. Ανήκει, σχηματικά, στη λεγόμενη, γενιά του τριάντα, στο χώρο της οποίας όμως, κατέχει μια ιδιότυπη θέση. Η εντυπωσιακή αντοχή του έργου του μέσα στο χρόνο, παρά το μικρό του όγκο, τον ανέδειξε σε έναν από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες της γενιάς του. Ταπεινά παρουσιάστηκε στα Ελληνικά Γράμματα και η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με τη μελοποίηση πολλών ποιημάτων του τον έφερε κοντά στην πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο δημοφιλείς ποιητές, και δυστυχώς, μετά τον θάνατό του. Το υπουργείο Πολιτισμού έχει ανακηρύξει το 2010 ως έτος Νίκου Καββαδία. Μια σειρά εκδηλώσεων και αφιερωμάτων σε όλη τη χώρα, τιμούν τον ποιητή της Θάλασσας και του ταξιδιού. Το μικρό αυτό αφιέρωμα ας είναι μια αφορμή να γνωρίσουμε καλύτερα τον ποιητή. Ας αφήσουμε το νου και την καρδιά μας να περιπλανηθεί στις αγαπημένες του θάλασσες, στον απίστευτο ναυτικό του κόσμο, στα πέρατα της Γης, στα βάθη και στις γραμμές των Οριζόντων. Να ταξιδέψουμε με τους Ναυτικούς κάθε γωνιάς της Γης, σιγοτραγουδώντας τους στίχους του, που εξακολουθούν να ζεσταίνουν τις ψυχές μας. Στα χρόνια που πέρασαν, στα χρόνια που θάρθουν.

                              Θα μείνω πάντα ιδανικός 
                              κι ανάξιος εραστής
                              των μακρισμένων ταξιδιών
                              και των γαλάζιων πόντων


                                                 Η ζωή και το έργο του

              Ο Νίκος Καββαδίας,γεννήθηκε το 1910, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν της Ματζουρίας, από γονείς Κεφαλλονίτες. Το 1914, η οικογένειά του έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας του ξαναγύρισε στη Ρωσία για τις επιχειρήσεις του. Όμως, με την Οχτωβριανή Επανάσταση του '17 και τον εμφύλιο που επακολούθησε, καταστράφηκε οικονομικά. Γύρισε πίσω τσακισμένος, ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Μετακομίζουν τότε, στον Πειραιά, όπου ο ποιητής τέλειωσε το Δημοτικό και είναι συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη. Εκεί εκδηλώνει την κλίση του στο γράψιμο. Εκδίδει ένα σατιρικό φυλλάδιο, το «Σχολικό Σάτυρο» και αρχίζει να γράφει στη «Διάπλαση των Παίδων» του Ξενόπουλου, με το ψευδώνυμο «Ο μικρός ποιητής». Αργότερα, ενώ συνεχίζει στο Γυμνάσιο, στέλνει ποιήματα στο περιοδικό της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας».
Γνωρίζεται με το συγγραφέα Παύλο Νιρβάνα, που διαβάζει ποιήματά του και τον ενθαρρύνει στα πρώτα του βήματα.
Το 1928, τελειώνει το γυμνάσιο και δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Την ίδια χρονιά, όμως, ο πατέρας του αρρωσταίνει βαριά, και αναγκάζεται για λίγους μήνες να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο «να κάνει αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία», όπως λέει χαρακτηριστικά σ' ένα ποίημά του .

                                             Η αγάπη για τη θάλασσα

Το κάλεσμα της θάλασσας ήταν έντονο για τον ανήσυχο νεαρό και τον επόμενο χρόνο, μετά τον θάνατο του πατέρα του, μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό καράβι. Για μερικά χρόνια, έφευγε με φορτηγά καράβια, παρά την αντίδραση της μάνας του, γυρίζοντας ταλαιπωρημένος, αδύνατος, αδέκαρος, ώσπου αποφάσισε να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή που ήταν η πιο σίγουρη λύση.

«Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους. Εμένα μ' άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά. Πιάσανε πολλοί πατριώτες καπετάνιοι να με συμβουλέψουνε. Άλλοι με κοροϊδεύανε και με δαχτυλοδείχνανε. Τότε συνάντησα έναν εφοπλιστή, ξάδερφο της μάνας μου. "Να γίνεις μαρκονιστής, μού 'πε. Από το να σπάσουμε μια πλώρη, καλύτερα να τσακίσουμε έναν ασύρματο". Έπινα, καταλαβαίνεις».

Αυτή είναι, με δυο λόγια, η εξήγηση που έδωσε ο ίδιος στο εξαιρετικό πεζογράφημά του «Βάρδια» για το πώς έγινε ασυρματιστής, τι ήταν εκείνο που τον τράβηξε στη θάλασσα, στα μακρινά εκείνα ταξίδια, στην αέναη περιπέτεια.





«Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι το πιο επικίνδυνο το ΄καμα στην άσφαλτο από το Σύνταγμα στην Ομόνοια.


                                                         Οι επιρροές


Αυτή η έμφυτη επιθυμία του για περιπλάνηση μαζί με έναν αθεράπευτα συναισθηματικό ρομαντισμό και μια λεπτή διαπεραστική θλίψη θα αποτυπωθούν στα πρώτα του ποιήματα με μια ασυνήθιστη ωριμότητα. Τα φορτηγά καράβια στα οποία δούλευε, ήταν την εποχή εκείνη βραδυκίνητα, γεγονός που ευνοούσε την ανάπτυξη ουσιαστικών σχέσεων μέσα στο πλήρωμα. Επίσης, παρέμεναν αρκετό καιρό στα λιμάνια και υπήρχε απεριόριστος χρόνος για βόλτες και επισκέψεις στα διάφορα καπηλειά και πορνεία: Όλα αυτά αποτελούσαν για τον ονειροπόλο ασυρματιστή τις βιωματικές, ποιητικές του πρώτες ύλες.
Το κλίμα του μεσοπολέμου αλλά και οι ποιητές Ουράνης, Καρυωτάκης Λαπαθιώτης, Εμμανουήλ και κυρίως ο Μπωντλαίρ, επιδρούν βαθιά στα πρώτα του κι όλας ποιήματα. Όμως πέρα από αυτές τις επιδράσεις, που αφομοιώνονται απόλυτα στο έργο του, ο Καββαδίας ανοίγει με τα ποιήματά του, τους δικούς του δρόμους.

                                         Οι ποιητικές του συλλογές

Μόλις στα 23 του χρόνια, θα εκδώσει με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή, το «Μαραμπού» -το όνομα ενός πουλιού των τροπικών χωρών. Στην ποιητική αυτή συλλογή, που τη διέπουν τόσο η φρεσκάδα όσο και η γοητεία της εφηβικής αθωότητας, παρουσιάζονται διάφορες μικρές και αυτοτελείς ιστορίες με πρωταγωνιστές ανθρώπους της θάλασσας ή ακόμη και ζώα. Ήδη διαφαίνεται ο εξομολογητικός τόνος, το μελοδραματικό στοιχείο, η μοναξιά του ατελείωτου ταξιδιού. Η συνεχής αναζήτηση της έντασης, ο κίνδυνος και η ηδονή της αμαρτίας. Παντού κυριαρχεί η πίκρα που πηγάζει από το βούλιαγμα ενός ανεκπλήρωτου ονείρου. Στα ποιήματα αυτά, υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξεκίνησαν ποτέ, άλλοι που ξεκίνησαν και είναι έτοιμοι να ναυαγήσουν και ακόμη κάποιοι άλλοι που χτυπήθηκαν ξαφνικά από το τυχαίο.

Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνω
Στο ημερολόγιο γράψαμε: «Κυκλών και καταιγίς».
Εστείλαμε τὸ S.O.S μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τόν άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μία μέρα στη Μπατάβια.

Μα δὲ λυπαμαι μία σταλιαν - Εμεις οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μία μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.

Θεέ μου! Είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! Έχω μίαν άκακη, μία παιδική καρδιά,
ἀλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.

Ο Νίκος Καββαδίας αποτυπώνει στο χαρτί την περιπέτεια μιας ανήσυχης, θαλασσινής ψυχής. Γνήσια βιωματικός ποιητής, Μετέφερε σε στίχους όσα ζούσε, ζωντάνευε τους τόπους και τους ανθρώπους που γνώριζε στα ταξίδια του.
Το φανταστικό έρχεται με έναν μοναδικό τρόπο σε επαφή με το πραγματικό και ο πυρετός της εναλλαγής γίνεται ο απόλυτος κυρίαρχος των ποιημάτων.
Το στοιχείο του έρωτα υπάρχει μα είναι παροδικό. Η γυναίκα , πάντα ανώνυμη, εμφανίζεται…μετά χάνεται και μερικές φορές μένει μονάχα στη μνήμη.

Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία
πάντα στο ντεκ σε μια σεζ-λονγκ πεσμένη κάτωχρη
απ' τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία

Ύστερα σ' είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω
Κι εγώ που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν' αγαπήσω


http://www.youtube.com/watch?v=zqO-9Nc8h20





Η υποβλητική σκηνογραφία, με εικόνες της ναυτικής ζωής, της ανοιχτής θάλασσας και των μακρινών λιμανιών, συμπληρώνεται μοναδικά από την ίδια την -παραδοσιακή κατά τα άλλα- στιχουργική του, με τον μουσικό κυματισμό και τις ευφάνταστες λύσεις που δίνει στην ομοιοκαταληξία του.
Το ύφος αφηγηματικό, ο λόγος λιτός και απέριττος με το εγώ να παρεμβαίνει στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής .
Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε Καίσαρ να σε σώσει
Κάτι που πάντα βρίσκεται σε αιώνια εναλλαγή
Κάτι που σκίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων
Και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη….

Γνωρίζω κάτι που μπορούσε βέβαια να σε σώσει
Εγώ που δεν σε γνώρισα ποτέ για σκέψου εγώ
Ένα καράβι να σε πάρει Καίσαρ να μας πάρει
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ οδηγώ



Η επιτυχία ήρθε χωρίς καθυστέρηση και ο Νίκος Καββαδίας γίνεται αμέσως γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους.

Η ποίησή του , από την πρώτη κιόλας εμφάνισή της έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, χωρίς να λείπουν βέβαια και οι αρνητικές κριτικές.



Στο μεταξύ τα ταραγμένα χρόνια που ακολουθούν θα τον βρουν στρατευμένο στην Ξάνθη. Στον πόλεμο του '40 φεύγει για την Αλβανία, όπου αρχικά υπηρετεί ως τραυματιοφορέας και αργότερα στο σταθμό υποκλοπής της Γ΄ Μεραρχίας, καθώς είχε πάρει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή. Από αυτήν την οδυνηρή εμπειρία θα προκύψουν δύο μικρά κομψοτεχνήματα σε πεζό λόγο: «Του πολέμου» και «Στο άλογό μου».
Στη διάρκεια της Κατοχής έζησε στην Αθήνα και πήρε μέρος στην αντίσταση. Όπως γράφει η αδερφή του, αγωνίστηκε μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, , αρχικά στο ΕΑΜ των ναυτικών και μετά στο ΕΑΜ των λογοτεχνών. Αυτή την περίοδο γράφει τα αντιστασιακά του ποιήματα, Αθήνα 1943 και το ποίημα Αντίσταση που αναφέρεται στα Δεκεμβριανά και δεν περιλαμβάνονται σε καμία ποιητική του συλλογή

Κι απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και φωτιά
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι,
λικνίζει κάτω από το δρυ και την ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη

Με τη λήξη του Εμφυλίου, συνεχίζει το μεγάλο ταξίδι στον κόσμο. Μπαρκάρει και πάλι ως ασυρματιστής σε επιβατηγό, αφού προηγουμένως εξασφαλίζει την άδεια της Ασφάλειας, που τον θεωρεί «κομμουνιστή άνευ δράσεως». Το 1947, θα δημοσιεύσει τη δεύτερη συλλογή ποιημάτων του, το «Πούσι» που σημαίνει ομίχλη, καταχνιά. Αντιθετικά με το «Μαραμπού» στο «Πούσι» δεν υπάρχει η έξαρση και ο ευθύς αφηγηματικός τρόπος. Ο ποιητής δε μας διηγείται πια συγκεκριμένες θαλασσινές ιστορίες, αλλά ασύνδετα στιγμιότυπα από τη ζωή του στα καράβια. Τα στιγμιότυπα αυτά εναλλάσσονται με μνήμες από οικογενειακά συμβάντα, περιπέτειές του και διαβάσματα. Ο χώρος δεν είναι μονοδιάστατα ρεαλιστικός .Πίσω από τη συγκεκριμένη εικόνα υπάρχει το σύμβολο. Σε όλα τα ποιήματα κυριαρχεί το β΄ πρόσωπο και το «εσύ» που προσδίδει αμεσότητα και θέρμη στην εξομολόγηση, μα και βαθύτερη συνοχή

Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά , στο στόμα φύκια.
'Ετσι ώς κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά
κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά ,
δίπλα φορώντας των 'Ινκας τ τα σκουλαρίκια
.


Η μορφή των ποιημάτων είναι επιστολική και όλα θυμίζουν καρτ-ποστάλ από λιμάνια, σε φίλους και συγγενείς , καθώς σχεδόν σε όλα τα ποιήματα υπάρχουν αφιερώσεις για τον παραλήπτη τους. Οι στίχοι διατηρούν το στοιχείο του απροσδόκητου, το ίδιο και οι ομοιοκαταληξίες και ο τρόπος γραφής είναι απόλυτα εναρμονισμένος με τον ψυχισμό του ποιητή. Άλλοτε περιπλανιέται στα οράματα μιας νυχτερινής βάρδιας και άλλοτε αναζητά την αντιπαράθεση , προσδοκά την αντίσταση κόντρα στην απλή ύπαρξη.

Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κ' είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.


http://www.youtube.com/watch?v=V80wc8ZQm3U
http://youtu.be/V80wc8ZQm3U





Ο άνθρωπος, με τη μορφή του ναυτικού είναι το κύριο πρόσωπο στα ποήματά του. Η ψυχολογία του ξετυλίγεται μέσα από μια σειρά καταστάσεων.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες το μυαλό σου να γυρίζει,
ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι



Το αίσθημα της συναδελφικότητας, του στενού δεσίματος μεταξύ των ναυτικών, που έχουν μοιραστεί εμπειρίες ζωής είναι διάχυτο.
Πολλές φορές, πονάει, η ανάμνηση του φίλου που δεν έφτασε στο τέρμα του ταξιδιού.


Έβραζε το κύμα του γαρμπή.
Ήμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη.
Γύρισες και μου 'πες πως το Μάρτη
σ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει.

Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.

Το 1954, ο Νίκος Καββαδίας, , εκδίδει τη "ΒΑΡΔΙΑ", που το 1959 μεταφράστηκε και στα Γαλλικά. Το 1990, με την επανέκδοσή της, αξιολογήθηκε από την εφημερίδα Liberasion ως ένα από τα 100 καλύτερα βιβλία της χρονιάς. Οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει σε ποιο είδος ανήκει και προτιμούν το γενικότερο χαρακτηρισμό "μυθιστόρημα". Στην πραγματικότητα η ίδια η "Βάρδια" ήταν μυθιστόρημα, ποίημα και αναμνήσεις συγχρόνως. Έχει χαρακτήρα αυτοβιογραφικό κι εξομολογητικό. Βιώματα δικά του αλλά και των ομοίων του που παραδέρνουν στις θάλασσες. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας ένα παμπάλαιο, σαραβαλιασμένο, φορτηγό πλοίο έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Ο ασυρματιστής ,ο υποπλοίαρχος και ο καπετάνιος είναι οι κεντρικοί ήρωες.. Γύρω τους, ένας ολόκληρος κόσμος από ανθρώπους, που έρχονται και φεύγουν, κι άλλους που επιμένουν να καταγράψουν την ιστορία τους.

Λείπουνε δύο τους θυμάσαι; Πνίγηκε ο ένας μόλις παράλαβε καπετάνος. Στο Σίγρι. Ξέρασε η θάλασσα το παπούτσι του. Σαράντα πέντε νούμερο . Ποιο ψάρι να ταξιδεύει το δαχτυλίδι του! Την άλλη μέρα η θάλασσα δεν ήξερε τίποτα. Ελαμπε σα λίμνη στο χειμωνιάτικο ήλιο .΄Από βραδίς έσπασε τα σίδερα. Το πρωί είχε χορτάσει.

H αυτοκτονία του αδελφού του Αργύρη, που ήταν κι αυτός ναυτικός το 1957, τον βύθισε σε μεγάλο πένθος. Για ένα μεγάλο διάστημα θα σταματήσει να γράφει. Λίγο πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου το 1967, έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στο περιοδικό «Πανσπουδαστική» όπου αφιέρωσε και το ποίημα του «Σπουδαστές».
Στη διάρκεια της δικτατορίας, ο Νίκος Καββαδίας χρησιμοποιήθηκε ως σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις.
Το 1968, επισκέπτεται με την αδελφή του την Κεφαλονιά μετά από τριάντα πέντε χρόνια απουσίας. Εκεί γράφει και το πεζό Λι. Το όμορφο αυτό διήγημα έγινε η βάση μιας ταινίας της Marion Hansel που προβλήθηκε στον κινηματογράφο το 1995.

Αφηγείται, τη συνάντησή του, με τη μικρή Κινεζούλα, τη Λι, ένα νεαρό κορίτσι, αλλόκοτο και συνάμα ερωτεύσιμο. Πάντα ανθρώπινος, ο Καββαδίας εξελίσσει το μύθο, υιοθετώντας το διαφορετικό, εκείνο που δεν προσμένει ο αναγνώστης. Τρυφερός καθώς ήταν πάντα με τους ανθρώπους και τα μυστικά τους, γράφει μέσα από την ψυχή του.

Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου, δεν χωράει πληρωμή.»
Θα ξαναγυρίσω της είπα
Κανείς δεν ξαναγυρίζει, μου απάντησε. Ο καλός Δράκος κατεβαίνει στα σπίτια μας μονάχα μια φορά . Πολλοί δεν τον έχουν ούτε συναντήσει . Εγώ τον είδα.



Το τελευταίο βιβλίο με ποιήματά του, το «Τραβέρσο», που είναι η πορεία του πλοίου κόντρα στον άνεμο, θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του 1975, δύο μήνες μετά τον θάνατό του. Ο ποιητής δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη αυτή τη συλλογή.
Στο «Τραβέρσο», ο Καββαδίας κινείται στο ίδιο κλίμα, αλλά γίνεται καθολικότερος, πιο σαρκαστικός , πιο βαθύς, με την εξομολόγηση να συναντά την κραυγή:

«Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου ο χωρισμός; -Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές».



Σε αυτά τα τελευταία ποιήματα του, το μυθικό στοιχείο εισχωρεί περισσότερο στην πραγματικότητα. Η θαλασσινή περιπέτεια συνεχίζεται, δραματικότερη όμως τώρα. Εδώ ο ποιητής πάει κόντρα στον καιρό, φουλάροντας τις μηχανές του, για να σωθεί. Συνεχίζει το μοναχικό του ταξίδι προς το τέλος, που το βλέπει να έρχεται, και για αυτό γράφει γεμάτος αγωνία, για να προλάβει. Το "Τραβέρσο" δεν αφήνει περιθώρια για μάταιες ελπίδες. Ο ποιητής ολοκληρώνει την ιστορία του αιώνιου ναύτη.

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα


                                         
                                Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής του  

Σε μια εποχή που οι ποιητές της γενιάς του 30 στην οποία και ανήκει, υιοθετούν τον ελεύθερο στίχο, ο Καββαδίας στρέφεται σε πιο παραδοσιακά μετρικά σχήματα και πιο σφιχτές ομοιοκαταληξίες.
Όμως, στην ποίησή του υπάρχουν άλλου είδους ελευθερίες και ανατροπές, κυρίως τον τρόπο έκφρασης αλλά και στη δύναμη που αποκτά η εικόνα. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου ότι ο Καββαδίας αγαπούσε ιδιαίτερα τη ζωγραφική και πολλές φορές ενσωμάτωνε σε στίχους του αναφορές σε ζωγράφους και πίνακες.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.
                                   
Όπως διαπιστώνουμε, βασικοί άξονες του έργου του είναι η θάλασσα, τα ταξίδια και η ζωή των ναυτικών. Όμως γράφοντας σε αυτούς τους άξονες κατορθώνει να ξεφύγει από κάθε χωροχρονικό φραγμό. Η ποίησή του δεν έχει εποχή και οι τόποι που περνάνε μέσα από τους στίχους του χρησιμοποιούνται περισσότερο για να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα. Δε στοχεύει στο να περιγράψει τόπους, ούτε τους νοσταλγεί, άλλωστε δεν έπαψε να ταξιδεύει, δεν έχει μανία φυγής γιατί ποτέ δεν "υπήρξε" κάπου περιορισμένος.
Η θάλασσα και τα ταξίδια παρόλες τις πίκρες και τα βάσανα είναι κάτι σαν αυτοσκοπός. Η θάλασσα και τα μακρινά λιμάνια τον στοιχειώνουν και τον τρέφουν, τον βασανίζουν και τον συντηρούν. Καθώς ποτέ δεν έκανε δική του οικογένεια, οι ναυτικοί είναι η οικογένειά του και η θάλασσα το σπίτι του .

Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό
και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,
πες μου, στην άγια πίστη σου, πώς να προσευχηθώ;
σε ποιον να ξομολογηθώ και πού να μεταλάβω;

Και βέβαια στο έργο του έντονη η παρουσία της γυναίκας. Ο Καββαδίας είναι βαθιά ερωτικός, όχι όμως με την κοσμική-αστική έκφραση των ρομαντικών, αλλά με ένα αρχέγονο και βασανιστικά αληθινό τρόπο. Η γυναίκα αλλάζει χίλιες μορφές είναι στοιχειό είναι γοργόνα είναι γλυκιά και άσπλαχνη μα πάντα είναι γυναίκα.

Αντινομία

Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές
στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει
Θαλασσοκόρη του βυθού χίλιες οργιές
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι

Και σ' έριξα σ' ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε κι εξανεμίστηκε το αλάτι
μα εσύ προσμένεις απ' το δίκαιον ουρανό
το στεργιανό το γητευτή τον απελάτη

Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί
θα μείνει ο ναύτης να μετρά τ' άσπρο χαλίκι

Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή, κι οι μαύρες του Μαρόκου, αγαπημένες που η ανάμνησή τους στοιχειώνει τις βάρδιες, γυναίκες άπιστες, γυναίκες κοινές που ο ποιητής-ναυτικός βρίσκει αδελφές ψυχές, συντρόφους στα ταξίδια, στις γωνιές του κόσμου. Και κάπου προς το τέλος της ζωής του, η σύντροφος της τελαυταίας του βάρδιας, ο έρωτας.

Φάτα μοργκάνα
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Βυθιζόταν στην ψυχή ενός κόσμου όπου το σημαντικό στοιχείο είναι ότι είναι και ο ίδιος μέρος του: τα μπάρ των λιμανιών, τα κακόφημα σπίτια, τα καταγώγια, το αλκοόλ, οι θερμαστές, οι μάγειροι, οι μηχανικοί, οι άνθρωποι που προσπαθούσαν όπως και ο ίδιος να καλλωπίσουν το βασανισμένο κορμί τους με τα ανεξίτηλα σημάδια του τατουάζ.

Αξίζει να αναφέρουμε τι είπε στο συγγραφέα Στρατή Τσίρκα σε μια συνομιλία μαζί του σχετικά με τη γοργόνα που είχε χαραγμένη στο μπράτσο του, αγαπημένη φιγούρα και στην ποίησή του.

Αυτή δε θα μέ αφήσει ποτέ. Μ’ αυτή θα πάω. Δε θα με προδώσει. Τώρα αυτή είναι σαράντα χρονών κορίτσι. Μου την έφτιαξαν στο Χονγκ-Κονγκ, εκεί πέρα νομίζω, τόσα χρόνια που να θυμάμαι. Μερικές φορές, μερικές νύχτες που ξυπνάω, κοιτάζω τη χορεύτρια με αγωνία και μου φαίνεται πως εξαφανίζεται!….βιάζομαι να ξημερώσει να δω πως είναι ακόμα πάνω στο μπράτσο μου.

Και βέβαια σταθερή αξία παραμένει η μάνα, σημείο αναφοράς για το ναυτικό, η μόνη γυναίκα που σίγουρα κουβαλά πάντα τη σκέψη και την έγνοια του .Εκεί βρίσκει ανάπαυση η κουρασμένη από την περιπέτεια ψυχή του

Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται,
σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού


                                          Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας

Πολλοί τον κατηγόρησαν ότι στάθηκε αδιάφορος σε όλη την έξω από τα καράβια ζωή, πως έμεινε ξένος στα μεγάλα δράματα του έθνους.Ο Καββαδίας δεν είναι πολιτικός ποιητής, με τη στενή έννοια του όρου. Είναι όμως βαθιά επαναστάτης με ένα ήρεμο, γνήσια προσωπικό τρόπο. Η επαναστατικότητά του συγχωνεύεται με το αίσθημα ανεξαρτησίας και προσωπικής ελευθερίας και περνά όχι ως πολιτική άποψη, αλλά ως στάση και θέση ζωής όπως φαίνεται στο ποίημα Federico Garcia Lorca:

Ατσίγγανε κι αφέντη μου, με τί να σε στολίσω,
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω,
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.



Στο Guevara που γράφτηκε το 1972, κάνει το δικό του μνημόσυνο στο μεγάλο επαναστάτη. Με τη δύναμη του λόγου του γίνεται υπερασπιστής της λευτεριάς για ένα σκοπό, για ένα ιδανικό, τον αγώνα ενάντια στη βία, ενάντια στα σκοτάδια , για έναν λεύτερο αγώνα

Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ΄ τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι
.


Η ποίησή του βαθιά ανθρώπινη και συνάμα σκληρά επαναστατική είναι εξομολόγηση και κραυγή, κάλεσμα και ξόρκι. Οι ήρωές του άνθρωποι βασανισμένοι, τσακισμένοι, αγωνιστές μιας προσωπικής ελευθερίας πάνω από κάθε ιδεολογικό περίγραμμα που δεν έπαψαν όμως να ελπίζουν.

Μαζεύει ο ναύτης τον παρά κουκί με το κουκί
και πολεμά σε ψήλωμα να στήσει το αγκωνάρι.
Άλλοι σαλπάρουν Αύγουστο για Νότιο Σινική
και το γλεντάν στο Βοθνικό, Δεκέμβρη και Γενάρη.



Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τον Καββαδία απαισιόδοξο, μάλιστα έχουν προχωρήσει σε συγκρίσεις με τον Καρυωτάκη. Πράγματι ο λόγος του δεν είναι λαμπερός, όμως δεν έχει τόνους παραίτησης ή απογοήτευσης.
                           Πικρία
Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι
τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.

Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Αμερική κι Ασία
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.

[Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.]
http://www.youtube.com/watch?v=kt0qowNe4tY&feature=player_embedded


                                                   

                                              Η μελοποίηση του έργου του
Όπως γίνεται πολλές φορές με τους ποιητές έτσι και με τον Καββαδία. Τα ποιήματά του έγιναν ευρέως γνωστά και έφτασαν στα χείλια των περισσότερων ανθρώπων και κυρίως της νεολαίας, από τις μελοποιήσεις τους. Αν και πρώτος ήταν ο Γιάννης Σπανός αυτός που μελοποίησε στίχους του Νίκου Καββαδία, εκείνος που έχει συνδέσει το όνομά του με αυτό του ποιητή, όσον αφορά τις μελοποιήσεις, είναι ο Θάνος Μικρούτσικος. Άλλωστε ήταν αυτός που μελοποίησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του μαρκόνη ποιητή.


Όπως όμως είχε τονίσει ο ίδιος ο συνθέτης, ο Θάνος ο Μικρούτσικος, η επιτυχία των δίσκων του δεν οφειλόταν τόσο στη δική του μουσική, όσο στην αξία της ίδιας της ποίησης του Καββαδία
Τι είναι όμως αυτό που κατορθώνει να τραβά τον αναγνώστη στην ποίηση του Καββαδία. Οι λέξεις είναι δύσκολες, συχνά άγνωστες, καθώς κυριαρχούν λέξεις του ναυτικού κώδικα, με πολλούς ναυτικούς όρους , τοπωνύμια και ιδιωματισμούς. Το νόημα των στίχων απροσδιόριστο, το ύφος σχεδόν υπερφυσικό. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι είναι η εξωτική χροιά των στίχων του που τραβά τους ανθρώπους. Είναι όμως μάλλον άδικο να χαρακτηριστεί εξωτικός. Φαίνεται πως με ένα παράξενο τρόπο, ακόμα και ο στεριανός που ποτέ δεν έχει ταξιδέψει με καράβι, ταυτίζεται με το στίχο του Καββαδία, αναγνωρίζει σε αυτόν κάποιο κομμάτι του εαυτού του, Είναι και η δύναμη του στίχου που τον ελκύει, δύναμη που πηγάζει τόσο από το περιεχόμενο του λόγου, όσο και από την εκφορά του. Η ποίησή του δεν είναι δυνατό να περάσει απαρατήρητη, ο Καββαδίας δεν μπορεί απλά να αρέσει, λατρεύεται.

                                                   Η αγάπη του κόσμου


Ο Νίκος Καββαδίας, είχε μια υπερβολική σεμνότητα για το έργο του που συχνά έφτανε στα όρια μιας άδικης αυτοκριτικής

-Εγώ ήμουν άσκημος, κοντός, το κόμπλεξ αυτό του κοντού το είχα από πάντα. Ποιός ξέρει, μπορεί, αν ήμουν ψηλότερος, να έγραφα και υψηλότερα ποιήματα

Η αγάπη του κόσμου όμως τον διαψεύδει. Η ποίησή του όλα αυτά τα χρόνια υπνωτίζει και σαγηνεύει τον αναγνώστη που εισπράττει τους στίχους του με ένα βαθιά προσωπικό τρόπο και αυτή τελικά είναι η μεγάλη του επιτυχία. Επικοινωνεί προσωπικά μαζί του και τον μετατρέπει σε σύντροφο και συνταξιδιώτη. Πλάθει ένα κόσμο μέσα στον οποίο τον καλεί να ταξιδέψει μαζί του και τελικά να χαθεί μαζί του κάπου κοντά στις θολές γραμμές των οριζόντων.

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής,
των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων


Και έμεινε σταθερός σε αυτή του την υπόσχεση μέχρι το θάνατό του Ταξίδεψε και λάτρεψε θάλασσες, λιμάνια και ανθρώπους, τους τραγούδησε μέσα από στίχους μοναδικής ψυχικής καθαρότητας. Και έφυγε μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές αφήνοντάς μας τις σκέψεις και τους λόγους του για να προσεγγίσουμε εμείς τις θολές γραμμές των οριζόντων που ο ίδιος ατένισε, αλλά μάλλον δε θέλησε να διασχίσει.



                                                      Ο θάνατός του
Ο Νίκος Καββαδίας ,ο Μαραμπού για τους γνωστούς και τους αναγνώστες του ,Ο Κόλλιας για τους φίλους του άφησε την τελευταία του πνοή σε μια κλινική της Αθήνας στις 10 Φεβρουαρίου 1975. Δεν πέθανε στην αγκαλιά της θάλασσας όπως είχε ποθήσει, παρά στη στεριά, και είχε μια «κηδεία, σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες»

Δυό μάτια ,πράσινο χρώμα σμαράγδι
Τ΄άλλο κόκκινο ρουμπίνι
Τα λένε πλευρικά .Φώτα γραμμής .Είναι μάτια .
 Τα καράβια δεν τα πάμε , μας πάνε.!

Στην ατζέντα του βρέθηκαν τρεις στίχοι τους οποίους ήθελε να προσθέσει στο «Τραβέρσο», κάτι που τελικά δεν έγινε….

«Μα ο Ήλιος εβασίλεψε κι΄ο αητός απεκοιμήθη,
Και τον Βοριά τον δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι’ έτσι του δόθηκε ο καιρός του Χάρου και σε πήρε»

   Ο «Μαραμπού», έφυγε, πριν προλάβει να ακούσει τα ποιήματα του να γίνονται αγαπημένα τραγούδια, πριν προλάβει να δει τις μεταφράσεις και τις επανεκδόσεις των έργων του. Τα αφιερώματα , τα ντοκιμαντέρ και τις εκδηλώσεις αγάπης του κοινού. Μια αγάπη που τιμά τον ποιητή όσο και ο ποιητής τίμησε τον πόθο και τον πόνο, τον αγώνα και το όνειρο. Μια αγάπη που πηγάζει από τη διαχρονικότητα και την αξία της ποίησής του. Της ποίησης που αντέχει στη φθορά του χρόνου και που εξακολουθεί να μας μαγεύει. Που ανοίγει δρόμους στη φαντασία για τολμηρές αποδράσεις μακριά από τη σκληρή, θλιβερή καθημερινότητα με τα πολλά προβλήματα , τις αγωνίες και τα αδιέξοδα. Στις δύσκολες μέρες που περνάμε, με καπετάνιο τον ιδανικό εραστή των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, ας λύσουμε τα σκοινιά του φόβου από πάνω μας κι ας ταξιδέψουμε με ανοιχτό μυαλό και με ένα χαμόγελο για θάλασσες λιγότερο ταραγμένες. Για ένα ταξίδι πέρα από τις γραμμές των οριζόντων. Γιατί όπως έλεγε και ο ίδιος :«Η θύμηση αξίζει μονάχα όταν ξέρεις πως θα κινήσεις για καινούριο ταξίδι. Η μεγαλύτερη απελπισία, είναι να φουντάρεις στον τόπο σου και να ζεις με τις αναμνήσεις» .

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011


 Βιογραφικά στοιχεία: Ο Ηπειρώτης ποιητής "Μιχάλης Γκανάς"

Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε το 1944 στον Τσαμαντά της Θεσπρωτίας . Το 1948, λόγω του Εμφυλίου, βρέθηκε με την οικογένειά του στην Αλβανία κι από κει στην Ουγγαρία, στο χωριό «Μπελογιάννης», όπου παρέμεινε μέχρι το 1954, που επαναπατρίστηκε. Έζησε έτσι την εμπειρία του πολέμου και της προσφυγιάς μικρό παιδί κι αυτήν την εμπειρία κατέγραψε αργότερα στο αφήγημά του "Μητριά πατρίδα". Το 1962 φτάνει στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική, που ποτέ όμως δεν τελειώνει .Έκτοτε ζει και εργάζεται στην πρωτεύουσα. Βιβλιοπώλης για δεκαπέντε χρόνια στη «Δωδώνη», συνεργάστηκε στη συνέχεια, με την τηλεόραση, ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 είναι κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία.
Η πρώτη προσωπική του συλλογή, " Ακάθιστος Δείπνος", εκδίδεται το 1978 και ακολουθούν τα Μαύρα Λιθάρια" το 1980. Είναι η περίοδος της διαμόρφωσης αλλά και της κατάκτησης μιας προσωπικής ποιητικής γλώσσας και μιας ποιητικής ηθικής. Διακρίνουμε έναν λόγο αφηγηματικό, χαμηλόφωνο και περιγραφικό.
Το 1981, εκδίδει το έργο " Μητριά πατρίδα". Ενα πεζογράφημα με έντονα προσωπικά βιώματα από την περιπέτεια του εμφυλίου και της προσφυγιάς στην Ουγγαρία αλλά και την επιστροφή σε μια πατρίδα-μητριά, που ανήμπορη να κρατήσει τα παιδιά της, τα διώχνει στην ξενιτιά για μια καλύτερη ζωή. Στη συνέχεια το (1989) κυκλοφόρησε η συλλογή ,Τα Γυάλινα Γιάννενα, Μέσα από τις σελίδες του έργου αυτού ο ποιητής επιστρέφει στη γενέθλια γη. Θα ήταν λάθος όμως να επιχειρήσουμε να ταυτίσουμε το γεωγραφικό χάρτη με το λoγoτεχνικό, γιατί πρόκειται για έναν τόπο φανταστικό, μυθοποιημένο και χαμένο στη μνήμη της παιδικής ηλικίας. Ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει σε συνέντευξή του.
" Δεν νοσταλγώ κανέναν "χαμένο παράδεισο". Μάλλον προσπαθώ να αποφύγω μια "υπαρκτή κόλαση". Γι ' αυτό καταφεύγω στα Γιάννενα, που έχουν ελάχιστη σχέση με τη γνωστή πόλη της Ηπείρου.
Τα δικά μου Γιάννενα είναι φανταστικά. Αποτελούν το σκηνικό μιας δράσης, που εκτυλίσσεται εκτός τόπου και χρόνου ή σε κάθε τόπο και χρόνο
Το 1993 εκδίδεται η ποιητική συλλογή Παραλογή .Ο τίτλος παραπέμπει στα ομώνυμα αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια. Πρόκειται για μια ευρύτερη ποιητική σύνθεση με πολλές φωνές, η οποία αναπλέει την παράδοση και ο διακειμενικός της ορίζοντας φθάνει μέχρι την Ομηρική Νέκυια.
Την ίδια χρονιά έρχεται η συλλογική έκδοση Ανθοδέσμη, μια ανθολογία δηλαδή ποιημάτων και τραγουδιών με άλλους τρεις ομοτέχνους του. Μετά από μια μακρά παύση, το 2000 εκδίδονται Τα μικρά, ολιγόστιχα ποιήματα που με την περιεκτικότητα του επιγράμματος, κατορθώνουν να μεταδώσουν μια συγκίνηση ή να ολοκληρώσουν ένα νόημα
" Χρόνια που πέσαν πάνω μας, σαν προβολείς.
Μας ντουφεκίζουν έναν έναν
σαστισμένους λαγούς. "
Το (2003) κυκλοφορεί το συνθετικό του ποίημα Ο ύπνος του καπνιστή. Μια αφήγηση, με κεντρικό άξονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, που χρησιμοποιεί όλα τα μέσα: παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, ελεύθερο στίχο, μικρά πεζά, στίχους τραγουδιών.
Μια πόρτα στον κόσμο των γυναικών, ανοίγει με το δεύτερο πεζογράφημά του "ΓΥΝΑΙΚΩΝ μικρές και πολύ μικρές ιστορίες"που εκδίδεται το 2010.
Πρόκειται για ένα βιβλίο ύμνο στην γυναίκα, στην ομορφιά, στη φθορά, στη χαρά μα και στη θλίψη. Δεκαέξι γυναίκες, δεκαέξι αντίστοιχες, σύντομες, ιστορίες και ένας άντρας που με ιδιαίτερο σεβασμό κάνει βουτιά στον γυναικείο ψυχισμό, ανασύροντας στην επιφάνεια, πόθους και επιθυμίες, χαμένα συναισθήματα, σκληρές αλήθειες,.....δεν υπάρχει κόλαση όπου υπάρχει αγάπη. Δεν υπάρχει παράδεισος, κάποτε, παρά την αγάπη....
Ή αλλού . Μεσόκοπη. Γυναίκα μέσης ηλικίας εννοείται, ενώ υπονοείται σαφώς ότι πρόκειται για μια γυναίκα στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας. Άλλο κι ετούτο. Από πού ξεφύτρωσε αλήθεια αυτή η τρίτη ηλικία; Ούτε πρώτη ακούσαμε ούτε δεύτερη, και μια ωραία πρωία ή εσπέρα -εσπέρα συνήθως- προσγειώνεσαι στην τρίτη
Αναγκαστική προσγείωση με τις αναπόφευκτες αβαρίες

Να προσθέσουμε ακόμα μια έκδοση με στίχους μελοποιημένους κι ανέκδοτους και τρεις μεταφράσεις: Νεφέλες του Αριστοφάνη (1991), Επτά επί Θήβας του Αισχύλου (1994), Άσμα ασμάτων του Σολομώντα(2005).
Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες και ξένους συνθέτες: Μ. Θεοδωράκης, Ν. Μαμαγκάκης, Ν. Ξυδάκης, Δ. Παπαδημητρίου, Ν. Κυπουργός, G. Bregovic, A. Dinkjian κ.α.
Όμως Ο Μ. Γκανάς πάνω απ΄ όλα είναι ποιητής. Διαθέτει μια ατόφια ποιητική φλέβα με έμπνευση ,ταλέντο και ελευθερία πνεύματος. Η ποίηση του μπολιασμένη από το Δημοτικό τραγούδι, τον Όμηρο τον Σολωμό και τον Σεφέρη, μα κι απ’ τον Καρυωτάκη κι από κάποιους άλλους ποητές έκανε την ταυτότητά της διακριτή από την πρώτη στιγμή που διαβάστηκε.
Από νωρίς αναγνωρίστηκε το ποιητικό του ταλέντο και οι κριτικές ήταν θετικές. Μάλιστα ,ο καθηγητής και κριτικός Γ.Π. Σαββίδης έγραψε ότι «η ελληνική ποίηση είχε αποκτήσει ξανά μείζονα ποιητή

Για το έργο του Παραλογή τιμήθηκε το 1994 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 2009 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καβάφη στο Κάιρο.
Στην ποιητική του φόρμα παρουσιάζεται πολύτροπος. Η ποίησή του μοιάζει με τα «ηπειρώτικα πολυφωνικά τραγούδια», όπως λέει και ο ίδιος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναπτύσσεται πατώντας σε δύο ρεύματα: του μοντερνισμού από τη μια και από την άλλη του δημοτικού τραγουδιού και της παράδοσης . Σε μορφικό επίπεδο χρησιμοποιεί ελευθερόστιχα ή πεζόμορφα ποιήματα αλλά και ρυθμούς και ομοιοκαταληξίες. Ως προς την έκτασή τους πολύστιχα αλλά και σύντομα, ευρύτερες συνθέσεις ή ακαριαία με τη μορφή του επιγράμματος
Η γλώσσα του απλή, καθημερινή που εμπλουτίζεται από καταγωγικές μνήμες. Λέξεις από την ιδιαίτερη πατρίδα όπως "βελέντζες της νεροτρουβιάς", κλαρίνα, μπακίρια, γρεντές και γκορτσιές προεξέχουν από τη λεία επιφάνεια του κειμένου ως εικόνες και ήχοι.
Η ποίηση του Μιχάλη Γκανά είναι ομόκεντρη. Υπάρχει ένας κεντρικός θεματικός πυρήνας, που περιλαμβάνει την πατρίδα, την αγάπη, το χρόνο τη ζωή και το θάνατο.
Η μεγάλη δεξαμενή από την οποία αντλεί τα θέματά του είναι οι μνήμες της παιδικής ηλικίας και του γενέθλιου τόπου. Το σκηνικό στο οποίο αναπτύσσεται κατά βάση η μυθολογία του είναι ορεινό, ηπειρώτικο: βουνά και ποτάμια, πλατάνια, ομίχλη, βροχές και χιόνια, πουλιά, βελάσματα κι αγρίμια. Κι από μακριά ακούγονται τα κλαρίνα..

Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,
αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην
οφθαλμού και κάστρα πατημένα.

Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό
γυάλινα και μαλαματένια.
Τοπίο φτωχό και άγονο που οδηγεί πολλούς στη μετανάστευση. Η μεταπολεμική μαζική έξοδος των Ελλήνων στην κεντρική Ευρώπη αδειάζει την πατρίδα. Μια πατρίδα που όπως λέει όλων των σπιτιών οι πόρτες ανοίγουν προς τα έξω και που η εθνική οδός δικαιώνει τον προσδιορισμό της μια κι
Από δω έφυγε η μισή πατρίδα για τα ξένα"
΄Ομως ο Έλληνας που ξενιτεύεται, για να επιβιώσει, ερημώνει τον τόπο του για δεύτερη φορά, όταν στην ξένη γη ξεχνάει ποιος είναι και επιστρέφει άλλος.
Αυτοί που έφυγαν
σε δυο τρία καλοκαίρια
θα γυρίσουν βαλίτσες,
ντρανζίστορ, μαγνητόφωνα
αφοπλισμένα κλαρίνα

Ο ίδιος πρώτα πρόσφυγας στην Ουγγαρία και αργότερα ξενιτεμένος στην Αθήνα, στερείται για δεύτερη φορά τον γενέθλιο τόπο. Η απώλεια του γενέθλιου τόπου θα τον οδηγήσει σε μιαν εσωτερική εξορία. Πολλά ποιήματα περιγράφουν την απέλπιδα προσπάθεια να εγκλιματιστεί στο περιβάλλον της μεγάλης πόλης. "Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει ν' αλλάζεις το πετσί σου, γι αυτό του περισσεύει το φαρμάκι
Περιπλανιέται στους άγνωστους δρόμους κι ούτε πουλί ούτε άστρο πουθενά .Αυτά θα τον οδηγήσουν σε μια αποστροφή στην οδυνηρή αναφώνηση " Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή/ μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας". Μέσα σε αυτή την αποξένωση ,τη μοναξιά και την άφθονη ανωνυμία στο χαμένο παράδεισο τον οδηγούν οι παιδικές του μνήμες . Όμως ανάμεσα σε αυτές, δεσπόζει, όπως είναι εύλογο, και ο θάνατος, θέμα που απασχολεί και τον ώριμο Γκανά. Από το θάνατο του πολεμιστή, μέχρι το θάνατο των απλών ανθρώπων που τον περιβάλλουν , του παππού του φίλου και προπάντων της μάνας. Η μάνα είναι η πιο αγαπημένη μορφή και κατέχει κεντρική θέση στο έργο του
Μάνα ας είναι ελαφρύς ο πόνος που σε σκεπάζει.
Είναι η μάνα των παιδικών χρόνων και των γλυκών αναμνήσεων, ο ισχυρός δεσμός με τη γενέθλια γη και που για χάρη της μπορεί να κατέβει και στον κάτω κόσμο
Παρ' όλα αυτά ,όμως, η ποίηση του δεν είναι πεισιθάνατη. Παρά τη θλίψη υπάρχει και η καθημερινότητα με τις μικροχαρές της , ο καφές στη βεράντα , η ταβέρνα ,το τραγούδι και κοντά σε αυτά και η χαρά του έρωτα. Ένας έρωτας ευδαιμονικός και όχι μίζερος, φάρμακο και ξόρκι, το αντίδοτο του θανάτου που εκτρέπει το ισοζύγιο προς τη ζωή.
" Κι η μοναξιά ένα μάθημα πικρό
κι ο θάνατος μια μαύρη κουβαρίστρα έλα με την αγάπη έλα με το νερό."
Ο Μιχάλης Γκανάς έχει μια ιδιαίτερη συνεισφορά στη λογοτεχνία.'Ολο το έργο του χαρακτηρίζεται από την εμμονή του για την κατάκτηση μιας έκφρασης που ακουμπάει στη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Πειραματίζεται σ' ένα δρόμο μοναχικό " σχοινοβάτης, όπως λέει ο ίδιος, σε μια γλώσσα επικίνδυνη αλλά γεμάτης μνήμες"χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μένει προσκολλημένος στο παρελθόν. Ζει το παρόν χωρίς να είναι ξεκομμένος από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τόπος του. Αντίθετα πολλές φορές μέσα από το στίχο του προβληματίζεται και θλιβεται για την έκπτωση του Νεοελληνικού βίου. "βαθαίνεις την αφή μου ανυπόφορα, μουσική πατρίδα
άταφη σ' όλα τα τραγούδια μου"
Να δεις τι σου΄χω για μετά
Τραγούδι -Μουσική :Λ. Μαχαιρίτσας
Στίχοι:Μ. Γκανάς

Στο ασανσέρ σφάζουν αρνιά
στο ρετιρέ κριάρια
και στο μεγάλο λίβινγκ ρουμ
με ρομπ ντε σαμπρ κυκλοφορούν..

Στον καμπινέ πάνε συχνά
και στο μπιντέ καβάλα
προσεύχονται διαπασών
εις το Λαχείο Συντακτών..
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ’ το πενήντα και μετά
μας έχουν πνίξει τα μπετά
να δεις τι σου χω για μετά..

Στου Στρατηγάκη την αυλή
και σ’ άλλα ινστιτούτα
λέει πολλοί ‘ναι μαζεμένοι
Ρωμιοσύνη μου καημένη..

Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει
μα κόκκαλα τσακίζει
με YES και SORRY και λοιπά
και με σπασμένα Αγγλικά.
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ’ το εξήντα και μετά
ανά, κατά, διά, μετά
να δεις τι σου χω για μετά..

Καβάλα πάνε σινεμά
καβάλα super market
μπαίνουμε σ’ άλλη εποχή
πιο stereo και γιώτα χι..

Ελλάς, Ελλήνων Χριστιανών
κι αντίσταση και γύψος
Πολυτεχνείο ξαφνικά
μεταπολίτευση και τα λοιπά..
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ το εβδομήντα και μετά
μας έχουν πνίζει τα σκατά
να δεις τι σου ‘χω για μετά..

Εδώ και τώρα αλλαγή
και πανταχού το νέφος
από τα out και τα in
βγήκανε γιάπηδες με τζην..

Σκυλάδικα στην εθνική
disco στην παραλία
ανάδελφος Ελληνισμός
ενώ επίκειται σεισμός.
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ’ το ογδόντα και μετά
να δεις τι σου ‘ρχεται μετά
να δεις τι σου ‘χω για μετά..

Στο ενενήντα φτάσαμε
εμπρός ταχύ το βήμα
να το ακολουθήσουμε
γιατί καθυστερήσαμε..

Εοκ, Νου Δου, περικοπές
Κυπριακό και Σκόπια
Θε μου πως φτάσαμε ως εδώ
στα σύνορα του Εξαποδώ..
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ’ το ενενήντα και μετά
να δεις τι σου ‘χω για μετά..

Μα η Ελλάδα ως γνωστόν
ποτέ της δεν πεθαίνει
και όπως έχει ειπωθεί
κάποια στιγμή θ αναστηθεί..

Μητέρα μεγαλόψυχη
ή φάντασμα και ζόμπι
ας κάνουμε υπομονή
το δυο χιλιάδες θα φανεί..

Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
την ονειρεύτηκα ξανά
συγκάτοικο σ’ ένα βραχνά
να με ξυπνάει με βρισιές..


Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Λευκό μου γιασεμί

Λευκό μου γιασεμί
Τραγούδι: ΄Ελλη Πασπαλά
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος

Είναι φορές που χωρίς αφορμή,
κάτι γιορτάζει βαθιά στο κορμί,
και ξαναβλέπεις το φως,
σαν να ’σουν χρόνια τυφλός.
Κι ένας αέρας ζεστός
γιασεμιά φορτωμένος,
φυσάει βουρκωμένος.

Είναι φορές που δεν ξέρω γιατί
κάτι νυχτώνει βαθιά και πενθεί
και δε σου κάνει κανείς
κι όπως γυρεύεις να βρεις
λίγο λευκό να πιαστείς
γιασεμί στο σκοτάδι
σαν άστρο ανάβει.
Λευκό μου γιασεμί
μη νυχτώσεις.

Είναι φορές που χωρίς αφορμή,
μέσα μου τρέμει μια ξένη φωνή,
που μου θυμίζει στιγμές
από παλιές μου ζωές
και ένας αέρας ζεστός
γιασεμιά φορτωμένος,
φυσάει βουρκωμένος.
Λευκό μου γιασεμί,
μη νυχτώσεις.

Για τη συνήθεια του έρωτα, 1997


Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Γκανάς διαβάζει Γκανά

Τα χέρια

Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει.
Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν,
ώσπου ξεράθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα
χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ
με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια
του, καρφί στην καρδιά της «πού τα ’μαθες αυτά μω γυναίκα;»
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται,
έτσι που κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια.
Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη
φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και τα σκατά. Πέντε χρόνια
κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την
ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που
κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε
ο γιος της μόλις του ’πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η
μοίρα της: Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να
πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα
κοιτάει, την κοιτάνε αυτά. Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά
κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που
κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει. Δεν θα τους
κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπε μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται
και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα
πλένει, τα ξαναπλένει, δε λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που
γλιστρούν απαλά το ένα μέσα στο άλλο, «κοίτα, λέει, που μ’ έβαλαν να τα
χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της και δεν την
κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να
’χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.
"Γυναικών .Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες"

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Γκανάς διαβάζει Γκανά

FLOKAFE Aμαρουσίου

"Γυναικών Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες"

FLOKAFE Aμαρουσίου εννέα και μισή το πρωί. Διαβάζει ένα βιβλίο

προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι. Και τι σώματι.

Κάθε τόσο κάνει μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να ’ναι

κάποιο μυγάκι που την ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον

απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα, αφού δεν μπορεί, θα ’χει πιάσει το

βλέμμα μου πάνω της ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικό.

Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό της. Το σηκώνει και μιλάει ρώσικα,

χειρονομώντας, σαν να τα γράφει στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω, κι ας
μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς της.

Εύχομαι ποτέ να μην τελειώσει μα κάποτε τελειώνει.

Ξαφνικά σηκώνει το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους

της και το κλείνει απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει μετά προσεκτικά,

φυσάει τη σελίδα και με κοιτάζει κατάματα. Χαμογελάω χαζά.

– Πούσκιν; τη ρωτάω

– Πούσκιν, μου απαντάει.

– Ρωσίδα; της κάνω

– Ουκρανή, διορθώνει. (Πουτάνα, σκέφτομαι).

– Όχι, ποιήτρια, μου λέει και ξανακάνει την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που

τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διάβαζε τις

σκέψεις μου.
Γκανάς απαγγέλλει Γκανά
(Παραλογή, 1993) [ΙΙΙ]

– Εσύ δε θα πεθάνεις.

– Μάζεψε τη φωτιά.

– Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.

– Όχι. Κοίταξε μην καείς.

– Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;

– Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.

– Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;

– Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.

Σύρε να παίξεις.

– Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.

– Μπα σε καλό σου. Φέρε μου το σινί.

– Η γιαγιά όμως θα πεθάνει.

– Θα ’σαι μεγάλος τότε μη φοβάσαι.

– Πόσο μεγάλος θα ’μαι;

– Άντρας. Θα ’χεις γυναίκα και παιδιά.

Μπορεί κι αγγόνια.

– Κι εσύ πώς θα ’σαι τότε;

– Σαν τη γιαγιά. Γριούλα.

– Σαν τη γιαγιά; Φαφούτα μ’ ένα μάτι…

Εσύ δεν θα ’σαι έτσι. Κι ούτε θα πεθάνεις.

Θα πεθάνεις;

– Όχι δεν θα πεθάνω. Φέρε τη γάστρα.

– Άμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις.

– Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες.

– Άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ’ ακούς;

Σ’ ακούω. Ψεύτη.

Ούτε αυτά που μου ’ταξες παιδί δεν κράτησες.