Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

"Το μελάνι φωνάζει"

Τίτλος της ανθολόγησης ποιημάτων και πεζών για το Πολυτεχνείο που εξέδωσε ο Ηλίας Γκρης (εκδόσεις «Μεταίχμιο»), με τον υπότιτλο: «Η 17η Νοέμβρη 1973 στη λογοτεχνία». Η συλλογή είναι γεμάτη από ποιήματα υμνητικά του Πολυτεχνείου. Δείτε όμως και μερικά που δεν ακούγονται συχνά στις σχολικές γιορτές:

Φαίδρου Μπαρλά:
Εν έτει 2000
Οταν μεγάλωσε, έμαθε / πως ο πατέρας του
ήταν κι αυτός, / «τη νύχτα εκείνη»,
στο Πολυτεχνείο.
Η θεία του η Λιλή, / ο θείος του ο Μιχάλης,
ήταν κι αυτοί,«τη νύχτα εκείνη», / στο Πολυτεχνείο.
Ολοι οι γνωστοί του μπαμπά, / όλες οι γνωστές της μαμάς,
ήταν κι αυτοί, / «τη νύχτα εκείνη»,στο Πολυτεχνείο...
Τώρα, κάθε πρωί, / καθώς κατηφορίζει την οδό Πατησίων
κι αντικρύζει την καγκελλόπορτα / την κλεισμένη «εις μνήμην»
στριφογυρίζει στο νου του /η ίδια απορία:
«Πώς διάβολο χώρεσαν / όλοι αυτοί εδώ μέσα;...»

Σε ένα σημείο της εισαγωγής του ο Ηλίας Γκρης λέει: «...διότι διψούσε η ψυχή τους να γίνουν οσιομάρτυρες αρεστοί στους πολλούς είτε διότι οραματίζονταν κοινωνική αναρρίχηση και χάραζαν εντέχνως και μεθοδικώς την πολιτική τους καριέρα... Για να μην αναφερθώ στους διαρκώς σαλιαρίζοντες σε προθαλάμους εξουσίας που ασμένως προσχώρησαν σε ύποπτους οικονομικούς κύκλους με απεχθείς συναλλαγές και διέσυραν (προς στιγμήν) μια ολόκληρη γενιά σαν παντοειδείς υπηρέτες αδίστακτων απατεώνων... Μόνον αυτοί που κράτησαν μες στα χρόνια μιαν αδιάφορη στάση απέναντι στην εξουσία, αυτοί τίμησαν και δικούνται να τιμούν πρώτα εν σιωπή το Πολυτεχνείο».

Μανώλη Αναγνωστάκη
Φοβάμαι
Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι / και μια ωραία πρωία -
μεσούντος κάποιου Ιουλίου-
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια / και τώρα τους βλέπεις
στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες / και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια / κάθε
βράδυ / και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους /που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε
συναντούσαν / και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Αργύρη Μαρνέρου
Πολυτεχνείο 1979
Είναι ωραίοι οι ανώνυμοι / Καθώς στο πανηγύρι έρχονται / Μ' ένα
γαρύφαλο στο χέρι
Για να τιμήσουν τους νεκρούς
Μα πιο ωραίοι είναι όταν φεύγουν
Κρατώντας στο ίδιο χέρι / Ενα σουβλάκι της ώρας
Πραγματικά ξελιγωμένο / Από την υπερένταση της συγκίνησης.

Θανάση Ε. Μαρκόπουλου
Συλλέγω / κούφιες γυναίκες
κίβδηλα όστρακα / ξοφλημένα γραμμάτια
και κλίμακες προαγωγών
τηλ. 17-11-1973 / Δεν πρόκειται για χόμπι
ούτε για μπίζνες ύποπτες / Τους φίλους μου ψάχνω

Δημήτρη Παπαχρήστου
Οι επιτήδειοι
Το μέταλλο κάλπικο / κι ο ήχος κούφιος
Ξεγέλαγε την ακοή. / Γίνονταν απροσδιόριστο το αντικείμενο.
Οι μετασχηματιστές αλλοίωναν το νόημα
Οι επιτήδειοι μας κλέβαν τη φωνή
Σαν να μην είτανε / Δικιά μας η απόφαση
Να την κρατήσουμε /Στους 1060 χιλιόκυκλους...