Τετάρτη 6 Απριλίου 2011


 Βιογραφικά στοιχεία: Ο Ηπειρώτης ποιητής "Μιχάλης Γκανάς"

Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε το 1944 στον Τσαμαντά της Θεσπρωτίας . Το 1948, λόγω του Εμφυλίου, βρέθηκε με την οικογένειά του στην Αλβανία κι από κει στην Ουγγαρία, στο χωριό «Μπελογιάννης», όπου παρέμεινε μέχρι το 1954, που επαναπατρίστηκε. Έζησε έτσι την εμπειρία του πολέμου και της προσφυγιάς μικρό παιδί κι αυτήν την εμπειρία κατέγραψε αργότερα στο αφήγημά του "Μητριά πατρίδα". Το 1962 φτάνει στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική, που ποτέ όμως δεν τελειώνει .Έκτοτε ζει και εργάζεται στην πρωτεύουσα. Βιβλιοπώλης για δεκαπέντε χρόνια στη «Δωδώνη», συνεργάστηκε στη συνέχεια, με την τηλεόραση, ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 είναι κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία.
Η πρώτη προσωπική του συλλογή, " Ακάθιστος Δείπνος", εκδίδεται το 1978 και ακολουθούν τα Μαύρα Λιθάρια" το 1980. Είναι η περίοδος της διαμόρφωσης αλλά και της κατάκτησης μιας προσωπικής ποιητικής γλώσσας και μιας ποιητικής ηθικής. Διακρίνουμε έναν λόγο αφηγηματικό, χαμηλόφωνο και περιγραφικό.
Το 1981, εκδίδει το έργο " Μητριά πατρίδα". Ενα πεζογράφημα με έντονα προσωπικά βιώματα από την περιπέτεια του εμφυλίου και της προσφυγιάς στην Ουγγαρία αλλά και την επιστροφή σε μια πατρίδα-μητριά, που ανήμπορη να κρατήσει τα παιδιά της, τα διώχνει στην ξενιτιά για μια καλύτερη ζωή. Στη συνέχεια το (1989) κυκλοφόρησε η συλλογή ,Τα Γυάλινα Γιάννενα, Μέσα από τις σελίδες του έργου αυτού ο ποιητής επιστρέφει στη γενέθλια γη. Θα ήταν λάθος όμως να επιχειρήσουμε να ταυτίσουμε το γεωγραφικό χάρτη με το λoγoτεχνικό, γιατί πρόκειται για έναν τόπο φανταστικό, μυθοποιημένο και χαμένο στη μνήμη της παιδικής ηλικίας. Ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει σε συνέντευξή του.
" Δεν νοσταλγώ κανέναν "χαμένο παράδεισο". Μάλλον προσπαθώ να αποφύγω μια "υπαρκτή κόλαση". Γι ' αυτό καταφεύγω στα Γιάννενα, που έχουν ελάχιστη σχέση με τη γνωστή πόλη της Ηπείρου.
Τα δικά μου Γιάννενα είναι φανταστικά. Αποτελούν το σκηνικό μιας δράσης, που εκτυλίσσεται εκτός τόπου και χρόνου ή σε κάθε τόπο και χρόνο
Το 1993 εκδίδεται η ποιητική συλλογή Παραλογή .Ο τίτλος παραπέμπει στα ομώνυμα αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια. Πρόκειται για μια ευρύτερη ποιητική σύνθεση με πολλές φωνές, η οποία αναπλέει την παράδοση και ο διακειμενικός της ορίζοντας φθάνει μέχρι την Ομηρική Νέκυια.
Την ίδια χρονιά έρχεται η συλλογική έκδοση Ανθοδέσμη, μια ανθολογία δηλαδή ποιημάτων και τραγουδιών με άλλους τρεις ομοτέχνους του. Μετά από μια μακρά παύση, το 2000 εκδίδονται Τα μικρά, ολιγόστιχα ποιήματα που με την περιεκτικότητα του επιγράμματος, κατορθώνουν να μεταδώσουν μια συγκίνηση ή να ολοκληρώσουν ένα νόημα
" Χρόνια που πέσαν πάνω μας, σαν προβολείς.
Μας ντουφεκίζουν έναν έναν
σαστισμένους λαγούς. "
Το (2003) κυκλοφορεί το συνθετικό του ποίημα Ο ύπνος του καπνιστή. Μια αφήγηση, με κεντρικό άξονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, που χρησιμοποιεί όλα τα μέσα: παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, ελεύθερο στίχο, μικρά πεζά, στίχους τραγουδιών.
Μια πόρτα στον κόσμο των γυναικών, ανοίγει με το δεύτερο πεζογράφημά του "ΓΥΝΑΙΚΩΝ μικρές και πολύ μικρές ιστορίες"που εκδίδεται το 2010.
Πρόκειται για ένα βιβλίο ύμνο στην γυναίκα, στην ομορφιά, στη φθορά, στη χαρά μα και στη θλίψη. Δεκαέξι γυναίκες, δεκαέξι αντίστοιχες, σύντομες, ιστορίες και ένας άντρας που με ιδιαίτερο σεβασμό κάνει βουτιά στον γυναικείο ψυχισμό, ανασύροντας στην επιφάνεια, πόθους και επιθυμίες, χαμένα συναισθήματα, σκληρές αλήθειες,.....δεν υπάρχει κόλαση όπου υπάρχει αγάπη. Δεν υπάρχει παράδεισος, κάποτε, παρά την αγάπη....
Ή αλλού . Μεσόκοπη. Γυναίκα μέσης ηλικίας εννοείται, ενώ υπονοείται σαφώς ότι πρόκειται για μια γυναίκα στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας. Άλλο κι ετούτο. Από πού ξεφύτρωσε αλήθεια αυτή η τρίτη ηλικία; Ούτε πρώτη ακούσαμε ούτε δεύτερη, και μια ωραία πρωία ή εσπέρα -εσπέρα συνήθως- προσγειώνεσαι στην τρίτη
Αναγκαστική προσγείωση με τις αναπόφευκτες αβαρίες

Να προσθέσουμε ακόμα μια έκδοση με στίχους μελοποιημένους κι ανέκδοτους και τρεις μεταφράσεις: Νεφέλες του Αριστοφάνη (1991), Επτά επί Θήβας του Αισχύλου (1994), Άσμα ασμάτων του Σολομώντα(2005).
Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες και ξένους συνθέτες: Μ. Θεοδωράκης, Ν. Μαμαγκάκης, Ν. Ξυδάκης, Δ. Παπαδημητρίου, Ν. Κυπουργός, G. Bregovic, A. Dinkjian κ.α.
Όμως Ο Μ. Γκανάς πάνω απ΄ όλα είναι ποιητής. Διαθέτει μια ατόφια ποιητική φλέβα με έμπνευση ,ταλέντο και ελευθερία πνεύματος. Η ποίηση του μπολιασμένη από το Δημοτικό τραγούδι, τον Όμηρο τον Σολωμό και τον Σεφέρη, μα κι απ’ τον Καρυωτάκη κι από κάποιους άλλους ποητές έκανε την ταυτότητά της διακριτή από την πρώτη στιγμή που διαβάστηκε.
Από νωρίς αναγνωρίστηκε το ποιητικό του ταλέντο και οι κριτικές ήταν θετικές. Μάλιστα ,ο καθηγητής και κριτικός Γ.Π. Σαββίδης έγραψε ότι «η ελληνική ποίηση είχε αποκτήσει ξανά μείζονα ποιητή

Για το έργο του Παραλογή τιμήθηκε το 1994 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 2009 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καβάφη στο Κάιρο.
Στην ποιητική του φόρμα παρουσιάζεται πολύτροπος. Η ποίησή του μοιάζει με τα «ηπειρώτικα πολυφωνικά τραγούδια», όπως λέει και ο ίδιος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναπτύσσεται πατώντας σε δύο ρεύματα: του μοντερνισμού από τη μια και από την άλλη του δημοτικού τραγουδιού και της παράδοσης . Σε μορφικό επίπεδο χρησιμοποιεί ελευθερόστιχα ή πεζόμορφα ποιήματα αλλά και ρυθμούς και ομοιοκαταληξίες. Ως προς την έκτασή τους πολύστιχα αλλά και σύντομα, ευρύτερες συνθέσεις ή ακαριαία με τη μορφή του επιγράμματος
Η γλώσσα του απλή, καθημερινή που εμπλουτίζεται από καταγωγικές μνήμες. Λέξεις από την ιδιαίτερη πατρίδα όπως "βελέντζες της νεροτρουβιάς", κλαρίνα, μπακίρια, γρεντές και γκορτσιές προεξέχουν από τη λεία επιφάνεια του κειμένου ως εικόνες και ήχοι.
Η ποίηση του Μιχάλη Γκανά είναι ομόκεντρη. Υπάρχει ένας κεντρικός θεματικός πυρήνας, που περιλαμβάνει την πατρίδα, την αγάπη, το χρόνο τη ζωή και το θάνατο.
Η μεγάλη δεξαμενή από την οποία αντλεί τα θέματά του είναι οι μνήμες της παιδικής ηλικίας και του γενέθλιου τόπου. Το σκηνικό στο οποίο αναπτύσσεται κατά βάση η μυθολογία του είναι ορεινό, ηπειρώτικο: βουνά και ποτάμια, πλατάνια, ομίχλη, βροχές και χιόνια, πουλιά, βελάσματα κι αγρίμια. Κι από μακριά ακούγονται τα κλαρίνα..

Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,
αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην
οφθαλμού και κάστρα πατημένα.

Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό
γυάλινα και μαλαματένια.
Τοπίο φτωχό και άγονο που οδηγεί πολλούς στη μετανάστευση. Η μεταπολεμική μαζική έξοδος των Ελλήνων στην κεντρική Ευρώπη αδειάζει την πατρίδα. Μια πατρίδα που όπως λέει όλων των σπιτιών οι πόρτες ανοίγουν προς τα έξω και που η εθνική οδός δικαιώνει τον προσδιορισμό της μια κι
Από δω έφυγε η μισή πατρίδα για τα ξένα"
΄Ομως ο Έλληνας που ξενιτεύεται, για να επιβιώσει, ερημώνει τον τόπο του για δεύτερη φορά, όταν στην ξένη γη ξεχνάει ποιος είναι και επιστρέφει άλλος.
Αυτοί που έφυγαν
σε δυο τρία καλοκαίρια
θα γυρίσουν βαλίτσες,
ντρανζίστορ, μαγνητόφωνα
αφοπλισμένα κλαρίνα

Ο ίδιος πρώτα πρόσφυγας στην Ουγγαρία και αργότερα ξενιτεμένος στην Αθήνα, στερείται για δεύτερη φορά τον γενέθλιο τόπο. Η απώλεια του γενέθλιου τόπου θα τον οδηγήσει σε μιαν εσωτερική εξορία. Πολλά ποιήματα περιγράφουν την απέλπιδα προσπάθεια να εγκλιματιστεί στο περιβάλλον της μεγάλης πόλης. "Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει ν' αλλάζεις το πετσί σου, γι αυτό του περισσεύει το φαρμάκι
Περιπλανιέται στους άγνωστους δρόμους κι ούτε πουλί ούτε άστρο πουθενά .Αυτά θα τον οδηγήσουν σε μια αποστροφή στην οδυνηρή αναφώνηση " Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή/ μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας". Μέσα σε αυτή την αποξένωση ,τη μοναξιά και την άφθονη ανωνυμία στο χαμένο παράδεισο τον οδηγούν οι παιδικές του μνήμες . Όμως ανάμεσα σε αυτές, δεσπόζει, όπως είναι εύλογο, και ο θάνατος, θέμα που απασχολεί και τον ώριμο Γκανά. Από το θάνατο του πολεμιστή, μέχρι το θάνατο των απλών ανθρώπων που τον περιβάλλουν , του παππού του φίλου και προπάντων της μάνας. Η μάνα είναι η πιο αγαπημένη μορφή και κατέχει κεντρική θέση στο έργο του
Μάνα ας είναι ελαφρύς ο πόνος που σε σκεπάζει.
Είναι η μάνα των παιδικών χρόνων και των γλυκών αναμνήσεων, ο ισχυρός δεσμός με τη γενέθλια γη και που για χάρη της μπορεί να κατέβει και στον κάτω κόσμο
Παρ' όλα αυτά ,όμως, η ποίηση του δεν είναι πεισιθάνατη. Παρά τη θλίψη υπάρχει και η καθημερινότητα με τις μικροχαρές της , ο καφές στη βεράντα , η ταβέρνα ,το τραγούδι και κοντά σε αυτά και η χαρά του έρωτα. Ένας έρωτας ευδαιμονικός και όχι μίζερος, φάρμακο και ξόρκι, το αντίδοτο του θανάτου που εκτρέπει το ισοζύγιο προς τη ζωή.
" Κι η μοναξιά ένα μάθημα πικρό
κι ο θάνατος μια μαύρη κουβαρίστρα έλα με την αγάπη έλα με το νερό."
Ο Μιχάλης Γκανάς έχει μια ιδιαίτερη συνεισφορά στη λογοτεχνία.'Ολο το έργο του χαρακτηρίζεται από την εμμονή του για την κατάκτηση μιας έκφρασης που ακουμπάει στη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Πειραματίζεται σ' ένα δρόμο μοναχικό " σχοινοβάτης, όπως λέει ο ίδιος, σε μια γλώσσα επικίνδυνη αλλά γεμάτης μνήμες"χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μένει προσκολλημένος στο παρελθόν. Ζει το παρόν χωρίς να είναι ξεκομμένος από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τόπος του. Αντίθετα πολλές φορές μέσα από το στίχο του προβληματίζεται και θλιβεται για την έκπτωση του Νεοελληνικού βίου. "βαθαίνεις την αφή μου ανυπόφορα, μουσική πατρίδα
άταφη σ' όλα τα τραγούδια μου"
Να δεις τι σου΄χω για μετά
Τραγούδι -Μουσική :Λ. Μαχαιρίτσας
Στίχοι:Μ. Γκανάς

Στο ασανσέρ σφάζουν αρνιά
στο ρετιρέ κριάρια
και στο μεγάλο λίβινγκ ρουμ
με ρομπ ντε σαμπρ κυκλοφορούν..

Στον καμπινέ πάνε συχνά
και στο μπιντέ καβάλα
προσεύχονται διαπασών
εις το Λαχείο Συντακτών..
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ’ το πενήντα και μετά
μας έχουν πνίξει τα μπετά
να δεις τι σου χω για μετά..

Στου Στρατηγάκη την αυλή
και σ’ άλλα ινστιτούτα
λέει πολλοί ‘ναι μαζεμένοι
Ρωμιοσύνη μου καημένη..

Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει
μα κόκκαλα τσακίζει
με YES και SORRY και λοιπά
και με σπασμένα Αγγλικά.
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ’ το εξήντα και μετά
ανά, κατά, διά, μετά
να δεις τι σου χω για μετά..

Καβάλα πάνε σινεμά
καβάλα super market
μπαίνουμε σ’ άλλη εποχή
πιο stereo και γιώτα χι..

Ελλάς, Ελλήνων Χριστιανών
κι αντίσταση και γύψος
Πολυτεχνείο ξαφνικά
μεταπολίτευση και τα λοιπά..
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ το εβδομήντα και μετά
μας έχουν πνίζει τα σκατά
να δεις τι σου ‘χω για μετά..

Εδώ και τώρα αλλαγή
και πανταχού το νέφος
από τα out και τα in
βγήκανε γιάπηδες με τζην..

Σκυλάδικα στην εθνική
disco στην παραλία
ανάδελφος Ελληνισμός
ενώ επίκειται σεισμός.
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ’ το ογδόντα και μετά
να δεις τι σου ‘ρχεται μετά
να δεις τι σου ‘χω για μετά..

Στο ενενήντα φτάσαμε
εμπρός ταχύ το βήμα
να το ακολουθήσουμε
γιατί καθυστερήσαμε..

Εοκ, Νου Δου, περικοπές
Κυπριακό και Σκόπια
Θε μου πως φτάσαμε ως εδώ
στα σύνορα του Εξαποδώ..
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ’ το ενενήντα και μετά
να δεις τι σου ‘χω για μετά..

Μα η Ελλάδα ως γνωστόν
ποτέ της δεν πεθαίνει
και όπως έχει ειπωθεί
κάποια στιγμή θ αναστηθεί..

Μητέρα μεγαλόψυχη
ή φάντασμα και ζόμπι
ας κάνουμε υπομονή
το δυο χιλιάδες θα φανεί..

Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
την ονειρεύτηκα ξανά
συγκάτοικο σ’ ένα βραχνά
να με ξυπνάει με βρισιές..


Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Λευκό μου γιασεμί

Λευκό μου γιασεμί
Τραγούδι: ΄Ελλη Πασπαλά
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος

Είναι φορές που χωρίς αφορμή,
κάτι γιορτάζει βαθιά στο κορμί,
και ξαναβλέπεις το φως,
σαν να ’σουν χρόνια τυφλός.
Κι ένας αέρας ζεστός
γιασεμιά φορτωμένος,
φυσάει βουρκωμένος.

Είναι φορές που δεν ξέρω γιατί
κάτι νυχτώνει βαθιά και πενθεί
και δε σου κάνει κανείς
κι όπως γυρεύεις να βρεις
λίγο λευκό να πιαστείς
γιασεμί στο σκοτάδι
σαν άστρο ανάβει.
Λευκό μου γιασεμί
μη νυχτώσεις.

Είναι φορές που χωρίς αφορμή,
μέσα μου τρέμει μια ξένη φωνή,
που μου θυμίζει στιγμές
από παλιές μου ζωές
και ένας αέρας ζεστός
γιασεμιά φορτωμένος,
φυσάει βουρκωμένος.
Λευκό μου γιασεμί,
μη νυχτώσεις.

Για τη συνήθεια του έρωτα, 1997


Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Γκανάς διαβάζει Γκανά

Τα χέρια

Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει.
Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν,
ώσπου ξεράθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα
χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ
με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια
του, καρφί στην καρδιά της «πού τα ’μαθες αυτά μω γυναίκα;»
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται,
έτσι που κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια.
Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη
φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και τα σκατά. Πέντε χρόνια
κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την
ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που
κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε
ο γιος της μόλις του ’πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η
μοίρα της: Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να
πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα
κοιτάει, την κοιτάνε αυτά. Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά
κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που
κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει. Δεν θα τους
κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπε μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται
και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα
πλένει, τα ξαναπλένει, δε λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που
γλιστρούν απαλά το ένα μέσα στο άλλο, «κοίτα, λέει, που μ’ έβαλαν να τα
χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της και δεν την
κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να
’χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.
"Γυναικών .Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες"

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Γκανάς διαβάζει Γκανά

FLOKAFE Aμαρουσίου

"Γυναικών Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες"

FLOKAFE Aμαρουσίου εννέα και μισή το πρωί. Διαβάζει ένα βιβλίο

προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι. Και τι σώματι.

Κάθε τόσο κάνει μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να ’ναι

κάποιο μυγάκι που την ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον

απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα, αφού δεν μπορεί, θα ’χει πιάσει το

βλέμμα μου πάνω της ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικό.

Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό της. Το σηκώνει και μιλάει ρώσικα,

χειρονομώντας, σαν να τα γράφει στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω, κι ας
μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς της.

Εύχομαι ποτέ να μην τελειώσει μα κάποτε τελειώνει.

Ξαφνικά σηκώνει το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους

της και το κλείνει απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει μετά προσεκτικά,

φυσάει τη σελίδα και με κοιτάζει κατάματα. Χαμογελάω χαζά.

– Πούσκιν; τη ρωτάω

– Πούσκιν, μου απαντάει.

– Ρωσίδα; της κάνω

– Ουκρανή, διορθώνει. (Πουτάνα, σκέφτομαι).

– Όχι, ποιήτρια, μου λέει και ξανακάνει την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που

τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διάβαζε τις

σκέψεις μου.
Γκανάς απαγγέλλει Γκανά
(Παραλογή, 1993) [ΙΙΙ]

– Εσύ δε θα πεθάνεις.

– Μάζεψε τη φωτιά.

– Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.

– Όχι. Κοίταξε μην καείς.

– Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;

– Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.

– Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;

– Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.

Σύρε να παίξεις.

– Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.

– Μπα σε καλό σου. Φέρε μου το σινί.

– Η γιαγιά όμως θα πεθάνει.

– Θα ’σαι μεγάλος τότε μη φοβάσαι.

– Πόσο μεγάλος θα ’μαι;

– Άντρας. Θα ’χεις γυναίκα και παιδιά.

Μπορεί κι αγγόνια.

– Κι εσύ πώς θα ’σαι τότε;

– Σαν τη γιαγιά. Γριούλα.

– Σαν τη γιαγιά; Φαφούτα μ’ ένα μάτι…

Εσύ δεν θα ’σαι έτσι. Κι ούτε θα πεθάνεις.

Θα πεθάνεις;

– Όχι δεν θα πεθάνω. Φέρε τη γάστρα.

– Άμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις.

– Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες.

– Άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ’ ακούς;

Σ’ ακούω. Ψεύτη.

Ούτε αυτά που μου ’ταξες παιδί δεν κράτησες.

Γκανάς απαγγέλλει Γκανά
Προσωπικό
"Γυάλινα Γιάννενα"

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει

μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή

δεν αξίζει τον κόπο.


Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη

κι ας μην είναι όπως παλιά,

δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,

κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.


Επειδή περνάς δύσκολες μέρες

σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς

που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω

τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,

δε θα πει πως δεν έχουμε

μοίρα στον ήλιο, έχουμε

τη δική μας μοίρα.


Επειδή πότε είσαι άνθρωπος

και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας

ψωμάκια μικρά της αποδημίας

κι ελπίζουνε τα παιδιά μας

σε καλύτερες μέρες.


Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι

και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι

για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,

μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,

αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι

δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε

απ’ το άλφα.


Τώρα ξέρουμε πού πονάς

πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,

διακοπή αίματος και κρυώνουν

τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό

να φορτίσει πάλι τα μέλη

με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.


Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς

και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο

για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά

και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη

κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές

και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά

και καμένα, θέλοντας ο καθένας

να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο

και πηγή, κατά τις περιστάσεις

ή και όλα μαζί στην ανάγκη,

δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ

να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,

κι αν είναι να περάσω

μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–

ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Γκανάς απαγγέλλει Γκανά

Της αγάπης
στην Πόπη
"Ακάθιστος Δείπνος"
Μπακίρι από γιαννιώτη γανωτζή
να φέγγει να σπιθοβολάει το γέλιο σου
τα λόγια σου να σκάνε μέσα μου
σαν τις χειρομπομπίδες.
Κορμί που λάχτιζες σαν αγριμάκι
προτού σε πάρει ο ύπνος,
τρεις νύχτες τώρα με διπλό προσκέφαλο
αχνίζω νικοτίνη,
τρέχω με ογδόντα πυρετό
ύστερα με διακόσια
τρελαίνομαι στις δημοσιές.
Κι η μοναξιά ένα μάθημα πικρό
κι ο θάνατος μια μαύρη κουβαρίστρα
έλα με την αγάπη
έλα με το νερό.
Μη λείψεις άλλο μη μ’ αφήσεις
παλάμη διάφανη κι ορθή καρδιά,
που σ’ αγαπώ που με τρομάζεις,
που μου ’δωσες ψωμί κι αστροφεγγιά
το μέταλλο του στήθους πάλι
και του κορμιού το κοιμισμένο τύμπανο

Ο Ποιητής Μιχάλης Γκανάς" απαγγέλλει ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ
Στα καμένα

(Από τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄Γυμνασίου)

Έλα να πάμε στα καμένα,
στον Υμηττό και στην Αυλώνα,
πουλιά και πεύκα συλλογίσου
ενός καμένου παραδείσου,
δέντρα που ήτανε φαντάσου
και στη σκιά τους ξεκουράσου.

Έλα και πάρε με μαζί σου
στην κυριακάτικη εκδρομή σου,
βγάλε με στο χλωρό κορμί σου,
στις εκβολές του παραδείσου.

Έλα να πάμε στα καμένα,
δε μας χωράει πια το σπίτι,
έρχονται δύσκολες ημέρες
μουτζουρωμένες σαν Δευτέρες,
έρχονται φλόγες απ' τα δάση
και μια φωτιά να μας δικάσει,
μέσα στο πύρινό της χνότο,
από τον έσχατο ως τον πρώτο.

Έλα να βγούμε απ' το σπίτι
ξανά σε δρόμους και πλατείες,
πάρε και τα παιδιά μαζί σου
εδώ, στο χείλος της αβύσσου,
κι άφησε μόνη στο τραπέζι
την τηλεόραση να παίζει,
να δείχνει έγχρωμο τον πόνο
δίπλα σ' ένα φιλέτο τόνο,
να δείχνει φονικά και φλόγες,
τσόντες, πολιτικούς και ρώγες,
ενώ εμείς θα 'χουμε φτάσει
στο σταυροδρόμι του εξήντα*
με τα παιδάκια μας στον ώμο,
για να μας δείχνουνε το δρόμο.

Μουσική-Τραγούδι:Λαυρ. Μαχαιρίτσας


Μ. Γκανάς, Στίχοι, Μελάνι
Οι στίχοι αυτού του τραγουδιού, που υπήρξε αρκετά δημοφιλές στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, αναφέρονται στις καταστροφικές συνέπειες των πυρκαγιών. Αν και το θέαμα των καμένων δέντρων προκαλεί θλίψη, ο ποιητής επιμένει στην πραγματοποίηση της κυριακάτικης εκδρομής, προτρέποντας τη σύντροφό του αλλά και κάθε άνθρωπο, να βγουν έξω από τη μόνωση του σπιτιού τους και την εικονική πραγματικότητα της τηλεόρασης, αποκαθιστώντας ξανά τη δημιουργική ανθρώπινη επικοινωνία.

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Γκανάς απαγγέλλει Γκανά
από την ποιητική συλλογή: "Γυάλινα Γιάννενα"]



Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας "Γυάλινα Γιάννενα"

Μουσική: Παραδοσιακό Ηπειρώτικο


[Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς,
νυφίτσες, αλεπούδες,
μια λίμνη ως κόρην οφθαλμού και κάστρα πατημένα.
Θά 'ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό, γυάλινα και μαλαματένια.
Κι όσο πήγαινε η μέρα,
σαν το βαπόρι σε καλά νερά,
είδα και μιναρέδες κι άκουσα τα μπακίρια να βελάζουν.... ]

Μια τέτοια νύχτα πριν από χρόνια,
κάποιος περπάτησε μόνος,
δεν ξέρω πόσα λασπωμένα χιλιόμετρα.
Κάποιος περπάτησε μόνος...

Νύχτα και συννεφιά, χωρίς άστρα
πήγαινε το δρόμο δρόμο.

Ξημερώματα, μπήκε στα Γιάννενα.
Στο πρώτο χάνι έφαγε και κοιμήθηκε τρία μερόνυχτα.
Ξύπνησε απ’ το χιόνι που έπεφτε μαλακά.
Στάθηκε στο παράθυρο και άκουγε τα κλαρίνα.
Και άκουγε τα κλαρίνα.
Πότε θαμπά και πότε δίπλα του.
Πότε θαμπά...
και πότε δίπλα του.
Όπως τα 'φερνε ο άνεμος!

Αχ...
Και άκουσε μετά τη φωνή πεντακάθαρη.
Από κάπου κοντά την άκουσε.
Σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν τη γυναίκα.
Κι ούτε καυγάς, ούτε τίποτα άλλο.
Χιόνιζε...
Όλη νύχτα στα Γιάννενα χιόνιζε.

Ξημερώματα, πλήρωσε ό,τι χρωστούσε και γύριζε στο χωριό του.
Στα πενήντα του θα 'τανε.
Με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες, ανύπαντρες.
Χήρος τέσσερα χρόνια.
Στα πενήντα του θα 'τανε.

Χήρος τέσσερα χρόνια.
Με τη μαύρη κάπα στις πλάτες.
Αχ, το τι χιόνι σήκωσαν.
Τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες.
Κανένας δε το 'μαθε...
Κανένας δε το 'μαθε...
Κανένας!
Σκιές και χρώματα
Τραγούδι: Ελευθερία Αρβανιτάκη
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Ara Dinkjian

Είναι κάτι αγάπες μου
που σηκώνω στις πλάτες μου,
είναι χέρια που κράτησα
- κράτα με -
σαν πουλάκια τ'άφησα.
Είναι κάτι στον άνθρωπο
τρυφερό κι απάνθρωπο
και ο κόσμος παράξενος
- γυάλινος -
σκοτεινός και διάφανος.

Είν' ο κόσμος δύσκολη γραφή
όλο σβήνεται
κι αν δεν διαβαστεί με την αφή
τίποτα δεν γίνεται.

Είναι λύπες που ξέχασα
και χαρές που δεν έζησα,
είναι χρόνια που φύγανε
- μίλα μου -
πες μου που πήγανε.
Είναι φίλοι που χάθηκαν
και φωνές που μου στάθηκαν,
είναι μάτια που φίλησα
- μάτια μου -
κι από φως ξεχείλισα.

Είναι σπίτια που έχασα
και ποτέ δεν τα ξέχασα,
ένα σχήμα που μπόρεσα
- σώμα μου -
κι άλλα που δεν χώρεσα.
Είναι κάτι στον άνεμο
μυστικό και παράνομο
που τρελαίνει τα σώματα
- πόνα τα -
με σκιές και χρώματα.

Του πόθου τ' αγρίμι
Τραγούδι: Ελευθερία Αρβανιτάκη
Στίχοι: Μιχ. Γκανάς
Μουσική: Δημ. Παπαδημητρίου

Του πόθου τ' αγρίμι δεν τρώει, δεν πίνει
δεν ξαποσταίνει.
Πεινάει για σένα, διψάει για μένα
και περιμένει.

Σε θέλω στο πλευρό μου
ακοίμητο φρουρό μου
με το φιλί με το σπαθί,
το δράκο να σκοτώσεις
και να 'ρθεις να με σώσεις
απ' τη ζωή μου την κλειστή.

Τι δε θα ΄δινα
το γύρο του κορμιού σου να ξανάκανα
κι ας χανόμουνα
στη λάβα την καυτή και στα παγόβουνα.
Αν μ' αγαπάς, μη μου το πεις
αφού το ξέρω τρεις φορές θα μ' αρνηθείς.
Τι δε θα ΄δινα
το γύρο του κορμιού σου να ξανάκανα
κι ας πνιγόμουνα
στο κύμα που μαζί σου δροσιζόμουνα.
Αν μ' αγαπάς να μου το λές
κι εγώ για σένα θα πατήσω
και τις δέκα εντολές.

Στη νύχτα του κόσμου
το χέρι σου δωσ' μου,
παρηγοριά μου,
το δρόμο να βρούμε, τον τρόπο να ζούμε,
ανηφοριά μου

Να ΄χα δυο ζωές
Τραγούδι: Γιάννης Κότσιρας
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς -
Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος -

Να 'μουν χαρά να μοιραστώ
και λύπη να σκορπίσω
κι ένα βουνό ψηλό βουνό
τον ουρανό ν' αγγίξω

Να 'μουν αλλού να 'μουν αλλιώς
να 'ξερα τι γυρεύω
και σαν τραγούδι σιγανό
στα χείλη σου ν' ανέβω

Να 'χα δυο ζωές
από την αρχή να ξαν' αρχίσω
αχ καημέ
κι όλα μου τα λάθη να τα σβήσω

Να 'χα δυο ζωές
όλα μου τα πάθη να τα ζήσω
αχ καημέ
κι από την αρχή να ξαν' αρχίσω

Να 'μουν εσύ να 'σουν εγώ
να 'ξερα τι γυρεύω
και σαν τραγούδι σιγανό
στα χείλη σου ν' ανέβω

Να 'χα δυο ζωές...

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Κι αν σε θέλω

Τραγούδι: Γ. Νταλάρας
Στίχοι: Μιχ. Γκανάς
Μουσική: Goran Bregovic

Κι αν σε θέλω κι αν με θέλεις τίποτα δε βγαίνει
στο μεσαίο το κατάρτι είμαστε δεμένοι

Με τα χέρια στον αέρα μόνη σου χορεύεις
και με δένεις και με λύνεις κι όλο με μπερδεύεις
με τα πόδια μεθυσμένα και χωρίς τις γόβες
σ' ένα έργο δίχως τέλος όλο κάνεις πρόβες

Κι αν σε θέλω κι αν με θέλεις τίποτα δε βγαίνει
στο μεσαίο το κατάρτι είμαστε δεμένοι

Με τα χέρια σηκωμένα κάπου θες να φτάσεις
μιαν αόρατη κορδέλα προσπαθείς να πιάσεις
με τα μάτια σου κλεισμένα μέσα μου κοιτάζεις
σαν ολάνοιχτο βιβλίο πάλι με διαβάζεις

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Πώς τα κατάφερες
Τραγούδι: Νατάσα Θεοδωρίδου
Στίχοι : Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα

Πώς με κατάφερες να σ' αγαπώ,
πώς με ανάγκασες να μη σε θέλω
κι ας το περίμενα πως θα συμβεί
και μια βραδιά θα πάρεις το καπέλλο.

Πώς τα κατάφερες, πες μου πώς,
και με κατάντησες να σε μισήσω
κι ας ονειρεύτηκα, μια ζωή
μόνο στο πλάι σου να περπατήσω.

Πόσο κουράστηκα να σ' αγαπώ,
Πώς με κατάντησες να σε λυπάμαι
κι ας το περίμενα βράδυ - πρωί,
να μοιραστούμε όσα μας πονάνε.

Πώς τα κατάφερες, πες μου πώς,
και με κατάντησες να σε μισήσω
κι ας ονειρεύτηκα, μια ζωή
μόνο στο πλάι σου να περπατήσω.

Πώς τα κατάφερες, πες μου πώς,
να μη μπορώ και να στο συγχωρήσω.

Καράβια στη στεριά
Τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας
Στίχοι: Μιχ. Γκανάς
Μουσική: Μίνωας Μάτσας

Καράβια βγήκαν στη στεριά
και πιάσανε τα όρη
ποιος είδε βάρκα στο Χελμό
στο Μέτσοβο βαπόρι

Ποιος είδε νύχτα με δυο φεγγάρια
ποιος είδε ήλιο σαν αχινό
κι ερωτευμένα πουλιά και ψάρια
να κολυμπάνε στον ουρανό

Καράβια βγήκαν στη στεριά
και χάθηκαν στο χιόνι
κι αυτός που τα ονειρεύτηκε
τα περιμένει ακόμη

Ποιος είδε φάρο στον Ψηλορείτη
στην Ελασσόνα λευκό πανί
κι ένα καράβι από την Κρήτη
να πιάνει Ξάνθη Κομοτηνή

Ποιος είδε νύχτα με δυο φεγγάρια
ποιος είδε ήλιο σαν αχινό
κι ερωτευμένα πουλιά και ψάρια
να κολυμπάνε στον ουρανό

Μικρός Τιτανικός

Τραγούδι: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας

Δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε,
εγώ το λέω φονικό
μην πάει ο νους σου στο κακό
με το μπαμπάκι θα σφαχτούμε.

Με λίγα λόγια, ένα νεύμα
με ένα βλέμμα ή χωρίς,
είναι αργά κι ίσως νωρίς
να τρέξει μεταξύ μας αίμα.

Δεν είναι αγάπη, δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε,
είναι σου λέω πανικός,
ένας μικρός Τιτανικός
και θα 'ναι θαύμα αν σωθούμε

Δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε,
εγώ το λέω ποινικό
κακούργημα κανονικό
και ισόβια θα δικαστούμε.

Για πράξεις και για παραλήψεις, ιδιαζόντως ειδεχθείς
αλλά εσύ μην φοβηθείς
και αρχίσεις τις αποκαλύψεις

Δεν είναι αγάπη, δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε
είναι σου λέω πανικός,
ένας μικρός Τιτανικός
και θα 'ναι θαύμα αν σωθούμε

Ούτε και 'γώ θα ομολογήσω
ότι σ' αγάπησα πολύ
και πως με καίει το φιλί
που δεν μπορώ να ξαναζήσω

Έλα λοιπόν να μοιραστούμε
της φυλακής μας το κελί
και αν αγαπιόμαστε πολύ
μπορεί και να αθωωθούμε

Δεν είναι αγάπη, δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε
είναι σου λέω πανικός,
ένας μικρός Τιτανικός
και θα 'ναι θαύμα αν σωθούμε.

Σημαδεμένος από την αγάπη
Τραγούδι: Βασίλης Λέκκας
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Σαν θαλασσάκι να κυματίσεις
και σαν αέρας να σηκωθείς,
να με ζαλίσεις, να με σκορπίσεις
και τη ζωή μου μη λυπηθείς.

Να γίνεις φλόγα να με δροσίσεις
και μεσημέρι να τυφλωθώ,
σημαδεμένος απ'την αγάπη
στα δυο σου μάτια να γκρεμιστώ.

Σαν άδειο σπίτι να με ανοίξεις
και τη σιωπή μου μη φοβηθείς,
το όνομά σου να ψιθυρίσεις
και στη δροσιά μου να κοιμηθείς.

Σαν ένα δέντρο να φτερουγίσω
σαν καταρράκτης να ξοδευτώ,
σημαδεμένος απ'την αγάπη
στα δυο σου μάτια να γκρεμιστώ.



Να ξημέρωνε μια μέρα

Τραγούδι: Σωκρ. Μάλαμας
Στίχοι: Μιχ. Γκανάς
Μουσική: Νίκος. Ξυδάκης

Να ξημέρωνε μια μέρα,
μια γιορτή μια Πασχαλιά,
όλοι να 'ταν εδώ πέρα
κι εγώ να 'λειπα μακριά.

Να γλεντάνε, να γελάνε
και να πίνουν στην υγειά
τη δική τους, τη δική μου
κι όσων λείπουν μακριά.

Να ξημέρωνε μια μέρα,
μια καλή Πρωτοχρονιά,
όλοι να 'ταν εδώ πέρα
κι εγώ να 'λειπα μακριά.

Να τους λείπω, να μου λείπουν,
να με σκέφτομαι συχνά
και τρελά ν' αγαπηθούμε
μέχρι να τους δω ξανά.

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Λιανοτράγουδο
Τραγούδι: Ελ. Αρβανιτάκη
Στίχοι: Μιχ. Γκανάς
Μουσική: Δημ. Παπαδημητρίου

Όταν στα μάτια σε κοιτώ
δε θέλω να τα κλείνεις,
γίνεσαι νύχτα βροχερή
κι απ' έξω με αφήνεις.

Εγώ τον πόνο τον βαστώ
την πίκρα την αντέχω,
κλαίω γιατί σε ξέχασα
και όχι που δε σ' έχω.

Τα μάτια τα ψιχαλιστά
βουρκώνουν μα δεν κλαίνε
και τα πολλά τους μυστικά
τα κρύβουν, δεν τα λένε.

Καλύτερα που δε μιλάς
τα λόγια μας ξεχνιούνται
όσα ποτέ δεν είπαμε
αυτά δε λησμονιούνται.

Τα μάτια σου τα καστανά
άλλα να μην κοιτάξουν
φοβάμαι μην ξενιτευτούν
και πάνε αλλού να κλάψουν

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011


Αέρας της αγάπης

Στίχοι: Μιχ. Γκανάς
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Τραγούδι: Νίκος Ξυδάκης

Δεν τραγουδούσα-μίλαγα
δεν έκλαιγα-κοιτούσα
ώσπου με χτύπησε δριμύς
αέρας της αγάπης
κι ολόκληρο με τίναξε
σαν δέντρο ανθισμένο.

Ρίξε τα μαλλιά στις πλάτες
να μυρίσουνε οι στράτες.

Ρίχνω τα πέταλα στη γη
να περπατάς ξυπόλητη
κι ο ίσκιος μου δένει καρπούς
που δε θα τρυγηθούνε,
αφού δε βρέθηκε κανείς
τον ίσκιο να τρυγήσει.



Του Αγίου Βαλεντίνου σήμερα, ένα ερωτικό τραγούδι για τη δύναμη της αγάπης.
Ρίξε τα μαλλιά στις πλάτες να μυρίσουνε οι στράτες.Υπέροχοι στίχοι.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Κοίτα με στα μάτια
Τραγούδι: Βασ. Λέκκας
Στίχοι: Μιχ. Γκανάς
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης


Χάρτινος ο κόσμος, ψεύτικος ντουνιάς,
όμως το τραγούδι ξέρει πού πονάς.
Μόνο στο ρυθμό του είναι νόμιμο
το ανυπότακτο που κρύβω και το φρόνιμο.

Βήμα κι άλλο βήμα, βήματα παλιά,
ο χορός ανοίγει σαν την αγκαλιά.

Κοίτα με στα μάτια, πάτα όπου πατώ,
κράτα με καλά απόψε, μην αναληφθώ.

Πότε σαν πουλάκι, πότε στα δεσμά,
όλη η ζωή μου ένα ξάφνιασμα.
Νοιώθω πιο δικό μου ό,τι έχασα
κι όσα έχω δει μου κάνουν και τα ξέχασα.

Στο Σου Mι Tζου
Τραγούδι:Μ. Λιδάκης,Γλυκερία,Ξυδάκης
Στίχοι: Μιχ. Γκανάς
Μουσική: Ν. Ξυδάκης


Στο Σου Μι Τζου κάποια βραδιά
έχασα όλα τα κλειδιά
και γύρευα λιμάνι
Δυο Γιαπωνέζοι θυρωροί
αμφιβολία δε χωρεί
με πήραν για χαρμάνι

Και πες πες πες
και ψου ψου ψου
κάποια βραδιά στο Σου Μι Τζου
σε πέντε-έξι γλώσσες
Αχ! Είδαν πως ήμουν πονηρός
και πριν να γίνουνε καπνός
μου κάνανε τις κλώσσες

Δεν είχα όρεξη που λες
να μάθουν όλες οι φυλές
πως ήμουν λυπημένος
Βρήκα στο μπαρ ένα Ρωμιό
είπα να 'ξομολογηθώ
μα ήτανε πιωμένος

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Τα κορμιά και τα μαχαίρια
Τραγούδι: Ελ. Αρβανιτάκη
Στίχοι: Μιχ. Γκανάς
Μουσική: Ara Dinkjian,

Τα κορμιά και τα μαχαίρια
άντε κάποτε αλλάζουν χέρια,
τα σημάδια τους αφήνουν
που πονανε και δε σβήνουν.

Άγγιξέ με, φίλα με, μύρισέ με
κρύψου μέσα μου, κατοίκησε με,
σαν παλιό κρασάκι φύλαξέ με
ένα κορμί δεν είναι μόνο αγκαλιά,
αχ! ένα κορμί δεν είναι μόνο αγκαλιά
είναι μια πατρίδα που θα γίνει ξενιτιά.

Τα πουλιά και τα τριζόνια
άντε τραγουδάνε τόσα χρόνια
κι από την ανατριχίλα
κοκκινίζουνε τα μήλα.

Τα κορμιά και τα μαχαίρια
άντε μη βρεθούν σε λάθος χέρια,
κάποιο φονικό θα γίνει
και ποιος παίρνει την ευθύνη.

Μέσα στης γιορτής το κέφι
άντε πιο ψηλά κρατάει το ντέφι
όποιος πόνεσε και ξέρει
γλύκα που 'χει το μαχαίρι

Ο μόνος
Τραγούδι: Σωκρ. Μάλαμας
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης


Ο μόνος μόνος περπατά
και μοναχός κοιμάται
για δυο πονάει κι αγαπά
για τέσσερις θυμάται.

Ο μόνος μόνος του κερνά
και πίνει στην υγειά του
σαν δυο πλαγιάζει και ξυπνά
στην άδεια αγκαλιά του.

Ο μόνος μόνος δεν μπορεί
και άλλον δεν αντέχει
ο πόνος του οπλοφορεί
και άδεια δεν έχει.

Ο μόνος μόνος του μιλά
και μοναχός δειπνάει
τη νύχτα ψάχνει για δουλειά
τη μέρα ξενυχτάει.


Ένα τραγούδι για τους μοναχικούς ανθρώπους με τους υπέροχους στίχους του Μ. Γκανά

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Εσωτερικές Ειδήσεις
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας,στίχοι:Μιχάλης Γκανάς, μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης)


Σ' αυτό τον τόπο, δε βρίσκω εύκολα το Νότο
να ξέρω από πού φυσάει
ούτε τη Δύση, σαν θεία να με νουθετήσει.
Τα 'χω χαμένα και στροβιλίζομαι σαν σβούρα
μες το κενό και τη θολούρα,
σ' αυτό τον τόπο.

Σ' αυτό τον τόπο, δε βρίσκω εύκολα τον τρόπο
να πω το ναι να προχωρήσω,
γιατί το όχι έχει μακρύτερη απόχη
και παραπαίω ανάμεσα σ' αυτά τα δύο
και σ΄ ένα ίσως επενδύω.

Σ' αυτό τον τόπο πιάνεις πιο εύκολα το λόττο
από τη σκέψη του πλησίον,
γιατί ο άλλος έγινε πρόσφατα μεγάλος
και δεν ακούει παρά μονάχα ό,τι θέλει
μ' όλα τα δάχτυλα στο μέλι
σ' αυτό τον τόπο.

Σ' αυτό τον τόπο, δε βρίσκω εύκολα το στόχο
να πιάσω κέντρο επιτέλους,
γιατί το κέντρο δεν είναι ακίνητο σαν δέντρο,
μετακινείται, αλλάζει θέση, κάθε λίγο
και προσπαθώ να τ' αποφύγω.

Σ' αυτό τον τόπο, που όλα γίνονται με κόπο
και πάντα κάποιος άλλος φταίει

έχω προσέξει, όσοι ξυπνάν από τις έξι, δεν έχουν λόγο,
μόνο αυτιά να μας ακούνε και χέρια να χειροκροτούνε.
Σ΄άυτό τον τόπο.

Μα κάποτε θα βαρεθούνε
και θα μας γράψουν στα παλιά τους,
εκτός κι αν έχουν λερωμένη
με κάποιον τρόπο τη φωλιά τους.
Με κάποιον τρόπο, σ΄αυτό τον τόπο.





Ένα καταπληκτικό τραγούδι που οι στίχοι του είναι επίκαιροι, όσο ποτέ. Σε έναν τόπο, που δεν ξέρουμε τι μας περιμένει ,από που φυσούν οι άνεμοι, από πού και από τι να προφυλαχτούμε. Σ' έναν τόπο που, όσοι κρατάνε το κουτί με το μέλι(όσοι έγιναν "μεγάλοι" και διαχειρίζονται χρήματα), δεν σταματάνε να βουτάνε το χέρι σ΄αυτό, παρά μόνο, αφού αδειάσει το κουτί. Και το κουτί, δυστυχώς, άδειασε. Στο τέλος, βέβαια, πάντα κάποιος άλλος φταίει, κανένας δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του και κανένας δεν τιμωρείται. Μια ολόκληρη γενιά συνενόχων, που δε μιλάει παρά κρύβεται. Και όσοι ξυπνάν από τις έξι, οι βιοπαλαιστές της ζωής, δεν έχουν λόγο, μόνο αυτιά να ακούνε και χέρια να χειροκροτούνε.
Από το δίσκο"Η άσφαλτος που τρέχει" (2001),της Μίνως
Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
Τραγούδι: Γεράσιμος Ανδρεάτος
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου

Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε
τα χέρια θα περάσουμε στους ώμους
παλιά τραγούδια για να θυμηθούμε
ονόματα και βλέμματα και δρόμους

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα
όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε

Κι αν άλλάξαν οι φίλοι μας λιγάκι
αλλάξαμε κι εμείς με τη σειρά μας
χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι
αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα
όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε



Το τραγούδι ακούστηκε στην τηλεοπτική σειρά "Λόγω τιμής" .
Όλα αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου, οι σκέψεις, τα συναισθήματα,ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα.Μόνο το χρώμα των ματιών μένει το ίδιο.
Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε

Καταπληκτικοί στίχοι!

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Βιογραφικά στοιχεία: Ο Ηπειρώτης ποιητής "Μιχάλης Γκανάς"

Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε το 1944 στον Τσαμαντά της Θεσπρωτίας . Το 1948, λόγω του Εμφυλίου, βρέθηκε με την οικογένειά του στην Αλβανία κι από κει στην Ουγγαρία, στο χωριό «Μπελογιάννης», όπου παρέμεινε μέχρι το 1954, που επαναπατρίστηκε. Έζησε έτσι την εμπειρία του πολέμου και της προσφυγιάς μικρό παιδί κι αυτήν την εμπειρία κατέγραψε αργότερα στο αφήγημά του "Μητριά πατρίδα". Το 1962 φτάνει στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική, που ποτέ όμως δεν τελειώνει .Έκτοτε ζει και εργάζεται στην πρωτεύουσα. Βιβλιοπώλης για δεκαπέντε χρόνια στη «Δωδώνη», συνεργάστηκε στη συνέχεια, με την τηλεόραση, ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 είναι κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία.
Η πρώτη προσωπική του συλλογή, " Ακάθιστος Δείπνος", εκδίδεται το 1978 και ακολουθούν τα Μαύρα Λιθάρια" το 1980. Είναι η περίοδος της διαμόρφωσης αλλά και της κατάκτησης μιας προσωπικής ποιητικής γλώσσας και μιας ποιητικής ηθικής. Διακρίνουμε έναν λόγο αφηγηματικό, χαμηλόφωνο και περιγραφικό.
Το 1981, εκδίδει το έργο " Μητριά πατρίδα". Ενα πεζογράφημα με έντονα προσωπικά βιώματα από την περιπέτεια του εμφυλίου και της προσφυγιάς στην Ουγγαρία αλλά και την επιστροφή σε μια πατρίδα-μητριά, που ανήμπορη να κρατήσει τα παιδιά της, τα διώχνει στην ξενιτιά για μια καλύτερη ζωή. Στη συνέχεια το (1989) κυκλοφόρησε η συλλογή ,Τα Γυάλινα Γιάννενα, Μέσα από τις σελίδες του έργου αυτού ο ποιητής επιστρέφει στη γενέθλια γη. Θα ήταν λάθος όμως να επιχειρήσουμε να ταυτίσουμε το γεωγραφικό χάρτη με το λoγoτεχνικό, γιατί πρόκειται για έναν τόπο φανταστικό, μυθοποιημένο και χαμένο στη μνήμη της παιδικής ηλικίας. Ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει σε συνέντευξή του.
" Δεν νοσταλγώ κανέναν "χαμένο παράδεισο". Μάλλον προσπαθώ να αποφύγω μια "υπαρκτή κόλαση". Γι ' αυτό καταφεύγω στα Γιάννενα, που έχουν ελάχιστη σχέση με τη γνωστή πόλη της Ηπείρου.
Τα δικά μου Γιάννενα είναι φανταστικά. Αποτελούν το σκηνικό μιας δράσης, που εκτυλίσσεται εκτός τόπου και χρόνου ή σε κάθε τόπο και χρόνο
Το 1993 εκδίδεται η ποιητική συλλογή Παραλογή .Ο τίτλος παραπέμπει στα ομώνυμα αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια. Πρόκειται για μια ευρύτερη ποιητική σύνθεση με πολλές φωνές, η οποία αναπλέει την παράδοση και ο διακειμενικός της ορίζοντας φθάνει μέχρι την Ομηρική Νέκυια.
Την ίδια χρονιά έρχεται η συλλογική έκδοση Ανθοδέσμη, μια ανθολογία δηλαδή ποιημάτων και τραγουδιών με άλλους τρεις ομοτέχνους του. Μετά από μια μακρά παύση, το 2000 εκδίδονται Τα μικρά, ολιγόστιχα ποιήματα που με την περιεκτικότητα του επιγράμματος, κατορθώνουν να μεταδώσουν μια συγκίνηση ή να ολοκληρώσουν ένα νόημα
" Χρόνια που πέσαν πάνω μας, σαν προβολείς.
Μας ντουφεκίζουν έναν έναν
σαστισμένους λαγούς. "
Το (2003) κυκλοφορεί το συνθετικό του ποίημα Ο ύπνος του καπνιστή. Μια αφήγηση, με κεντρικό άξονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, που χρησιμοποιεί όλα τα μέσα: παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, ελεύθερο στίχο, μικρά πεζά, στίχους τραγουδιών.
Μια πόρτα στον κόσμο των γυναικών, ανοίγει με το δεύτερο πεζογράφημά του "ΓΥΝΑΙΚΩΝ μικρές και πολύ μικρές ιστορίες"που εκδίδεται το 2010.
Πρόκειται για ένα βιβλίο ύμνο στην γυναίκα, στην ομορφιά, στη φθορά, στη χαρά μα και στη θλίψη. Δεκαέξι γυναίκες, δεκαέξι αντίστοιχες, σύντομες, ιστορίες και ένας άντρας που με ιδιαίτερο σεβασμό κάνει βουτιά στον γυναικείο ψυχισμό, ανασύροντας στην επιφάνεια, πόθους και επιθυμίες, χαμένα συναισθήματα, σκληρές αλήθειες,.....δεν υπάρχει κόλαση όπου υπάρχει αγάπη. Δεν υπάρχει παράδεισος, κάποτε, παρά την αγάπη....
Ή αλλού . Μεσόκοπη. Γυναίκα μέσης ηλικίας εννοείται, ενώ υπονοείται σαφώς ότι πρόκειται για μια γυναίκα στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας. Άλλο κι ετούτο. Από πού ξεφύτρωσε αλήθεια αυτή η τρίτη ηλικία; Ούτε πρώτη ακούσαμε ούτε δεύτερη, και μια ωραία πρωία ή εσπέρα -εσπέρα συνήθως- προσγειώνεσαι στην τρίτη
Αναγκαστική προσγείωση με τις αναπόφευκτες αβαρίες

Να προσθέσουμε ακόμα μια έκδοση με στίχους μελοποιημένους κι ανέκδοτους και τρεις μεταφράσεις: Νεφέλες του Αριστοφάνη (1991), Επτά επί Θήβας του Αισχύλου (1994), Άσμα ασμάτων του Σολομώντα(2005).
Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες και ξένους συνθέτες: Μ. Θεοδωράκης, Ν. Μαμαγκάκης, Ν. Ξυδάκης, Δ. Παπαδημητρίου, Ν. Κυπουργός, G. Bregovic, A. Dinkjian κ.α.
Όμως Ο Μ. Γκανάς πάνω απ΄ όλα είναι ποιητής. Διαθέτει μια ατόφια ποιητική φλέβα με έμπνευση ,ταλέντο και ελευθερία πνεύματος. Η ποίηση του μπολιασμένη από το Δημοτικό τραγούδι, τον Όμηρο τον Σολωμό και τον Σεφέρη, μα κι απ’ τον Καρυωτάκη κι από κάποιους άλλους ποητές έκανε την ταυτότητά της διακριτή από την πρώτη στιγμή που διαβάστηκε.
Από νωρίς αναγνωρίστηκε το ποιητικό του ταλέντο και οι κριτικές ήταν θετικές. Μάλιστα ,ο καθηγητής και κριτικός Γ.Π. Σαββίδης έγραψε ότι «η ελληνική ποίηση είχε αποκτήσει ξανά μείζονα ποιητή

Για το έργο του Παραλογή τιμήθηκε το 1994 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 2009 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καβάφη στο Κάιρο.
Στην ποιητική του φόρμα παρουσιάζεται πολύτροπος. Η ποίησή του μοιάζει με τα «ηπειρώτικα πολυφωνικά τραγούδια», όπως λέει και ο ίδιος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναπτύσσεται πατώντας σε δύο ρεύματα: του μοντερνισμού από τη μια και από την άλλη του δημοτικού τραγουδιού και της παράδοσης . Σε μορφικό επίπεδο χρησιμοποιεί ελευθερόστιχα ή πεζόμορφα ποιήματα αλλά και ρυθμούς και ομοιοκαταληξίες. Ως προς την έκτασή τους πολύστιχα αλλά και σύντομα, ευρύτερες συνθέσεις ή ακαριαία με τη μορφή του επιγράμματος
Η γλώσσα του απλή, καθημερινή που εμπλουτίζεται από καταγωγικές μνήμες. Λέξεις από την ιδιαίτερη πατρίδα όπως "βελέντζες της νεροτρουβιάς", κλαρίνα, μπακίρια, γρεντές και γκορτσιές προεξέχουν από τη λεία επιφάνεια του κειμένου ως εικόνες και ήχοι.
Η ποίηση του Μιχάλη Γκανά είναι ομόκεντρη. Υπάρχει ένας κεντρικός θεματικός πυρήνας, που περιλαμβάνει την πατρίδα, την αγάπη, το χρόνο τη ζωή και το θάνατο.
Η μεγάλη δεξαμενή από την οποία αντλεί τα θέματά του είναι οι μνήμες της παιδικής ηλικίας και του γενέθλιου τόπου. Το σκηνικό στο οποίο αναπτύσσεται κατά βάση η μυθολογία του είναι ορεινό, ηπειρώτικο: βουνά και ποτάμια, πλατάνια, ομίχλη, βροχές και χιόνια, πουλιά, βελάσματα κι αγρίμια. Κι από μακριά ακούγονται τα κλαρίνα..

Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,
αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην
οφθαλμού και κάστρα πατημένα.

Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό
γυάλινα και μαλαματένια.
Τοπίο φτωχό και άγονο που οδηγεί πολλούς στη μετανάστευση. Η μεταπολεμική μαζική έξοδος των Ελλήνων στην κεντρική Ευρώπη αδειάζει την πατρίδα. Μια πατρίδα που όπως λέει όλων των σπιτιών οι πόρτες ανοίγουν προς τα έξω και που η εθνική οδός δικαιώνει τον προσδιορισμό της μια κι
Από δω έφυγε η μισή πατρίδα για τα ξένα"
΄Ομως ο Έλληνας που ξενιτεύεται, για να επιβιώσει, ερημώνει τον τόπο του για δεύτερη φορά, όταν στην ξένη γη ξεχνάει ποιος είναι και επιστρέφει άλλος.
Αυτοί που έφυγαν
σε δυο τρία καλοκαίρια
θα γυρίσουν βαλίτσες,
ντρανζίστορ, μαγνητόφωνα
αφοπλισμένα κλαρίνα

Ο ίδιος πρώτα πρόσφυγας στην Ουγγαρία και αργότερα ξενιτεμένος στην Αθήνα, στερείται για δεύτερη φορά τον γενέθλιο τόπο. Η απώλεια του γενέθλιου τόπου θα τον οδηγήσει σε μιαν εσωτερική εξορία. Πολλά ποιήματα περιγράφουν την απέλπιδα προσπάθεια να εγκλιματιστεί στο περιβάλλον της μεγάλης πόλης. "Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει ν' αλλάζεις το πετσί σου, γι αυτό του περισσεύει το φαρμάκι
Περιπλανιέται στους άγνωστους δρόμους κι ούτε πουλί ούτε άστρο πουθενά .Αυτά θα τον οδηγήσουν σε μια αποστροφή στην οδυνηρή αναφώνηση " Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή/ μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας". Μέσα σε αυτή την αποξένωση ,τη μοναξιά και την άφθονη ανωνυμία στο χαμένο παράδεισο τον οδηγούν οι παιδικές του μνήμες . Όμως ανάμεσα σε αυτές, δεσπόζει, όπως είναι εύλογο, και ο θάνατος, θέμα που απασχολεί και τον ώριμο Γκανά. Από το θάνατο του πολεμιστή, μέχρι το θάνατο των απλών ανθρώπων που τον περιβάλλουν , του παππού του φίλου και προπάντων της μάνας. Η μάνα είναι η πιο αγαπημένη μορφή και κατέχει κεντρική θέση στο έργο του
Μάνα ας είναι ελαφρύς ο πόνος που σε σκεπάζει.
Είναι η μάνα των παιδικών χρόνων και των γλυκών αναμνήσεων, ο ισχυρός δεσμός με τη γενέθλια γη και που για χάρη της μπορεί να κατέβει και στον κάτω κόσμο
Παρ' όλα αυτά ,όμως, η ποίηση του δεν είναι πεισιθάνατη. Παρά τη θλίψη υπάρχει και η καθημερινότητα με τις μικροχαρές της , ο καφές στη βεράντα , η ταβέρνα ,το τραγούδι και κοντά σε αυτά και η χαρά του έρωτα. Ένας έρωτας ευδαιμονικός και όχι μίζερος, φάρμακο και ξόρκι, το αντίδοτο του θανάτου που εκτρέπει το ισοζύγιο προς τη ζωή.
" Κι η μοναξιά ένα μάθημα πικρό
κι ο θάνατος μια μαύρη κουβαρίστρα έλα με την αγάπη έλα με το νερό."
Ο Μιχάλης Γκανάς έχει μια ιδιαίτερη συνεισφορά στη λογοτεχνία.'Ολο το έργο του χαρακτηρίζεται από την εμμονή του για την κατάκτηση μιας έκφρασης που ακουμπάει στη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Πειραματίζεται σ' ένα δρόμο μοναχικό " σχοινοβάτης, όπως λέει ο ίδιος, σε μια γλώσσα επικίνδυνη αλλά γεμάτης μνήμες"χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μένει προσκολλημένος στο παρελθόν. Ζει το παρόν χωρίς να είναι ξεκομμένος από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τόπος του. Αντίθετα πολλές φορές μέσα από το στίχο του προβληματίζεται και θλιβεται για την έκπτωση του Νεοελληνικού βίου. "βαθαίνεις την αφή μου ανυπόφορα, μουσική πατρίδα
άταφη σ' όλα τα τραγούδια μου"




Γκανας κ.λ.π