Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Λευκό μου γιασεμί

Λευκό μου γιασεμί
Τραγούδι: ΄Ελλη Πασπαλά
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος

Είναι φορές που χωρίς αφορμή,
κάτι γιορτάζει βαθιά στο κορμί,
και ξαναβλέπεις το φως,
σαν να ’σουν χρόνια τυφλός.
Κι ένας αέρας ζεστός
γιασεμιά φορτωμένος,
φυσάει βουρκωμένος.

Είναι φορές που δεν ξέρω γιατί
κάτι νυχτώνει βαθιά και πενθεί
και δε σου κάνει κανείς
κι όπως γυρεύεις να βρεις
λίγο λευκό να πιαστείς
γιασεμί στο σκοτάδι
σαν άστρο ανάβει.
Λευκό μου γιασεμί
μη νυχτώσεις.

Είναι φορές που χωρίς αφορμή,
μέσα μου τρέμει μια ξένη φωνή,
που μου θυμίζει στιγμές
από παλιές μου ζωές
και ένας αέρας ζεστός
γιασεμιά φορτωμένος,
φυσάει βουρκωμένος.
Λευκό μου γιασεμί,
μη νυχτώσεις.

Για τη συνήθεια του έρωτα, 1997


Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Γκανάς διαβάζει Γκανά

Τα χέρια

Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει.
Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν,
ώσπου ξεράθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα
χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ
με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια
του, καρφί στην καρδιά της «πού τα ’μαθες αυτά μω γυναίκα;»
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται,
έτσι που κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια.
Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη
φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και τα σκατά. Πέντε χρόνια
κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την
ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που
κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε
ο γιος της μόλις του ’πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η
μοίρα της: Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να
πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα
κοιτάει, την κοιτάνε αυτά. Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά
κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που
κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει. Δεν θα τους
κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπε μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται
και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα
πλένει, τα ξαναπλένει, δε λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που
γλιστρούν απαλά το ένα μέσα στο άλλο, «κοίτα, λέει, που μ’ έβαλαν να τα
χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της και δεν την
κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να
’χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.
"Γυναικών .Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες"

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Γκανάς διαβάζει Γκανά

FLOKAFE Aμαρουσίου

"Γυναικών Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες"

FLOKAFE Aμαρουσίου εννέα και μισή το πρωί. Διαβάζει ένα βιβλίο

προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι. Και τι σώματι.

Κάθε τόσο κάνει μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να ’ναι

κάποιο μυγάκι που την ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον

απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα, αφού δεν μπορεί, θα ’χει πιάσει το

βλέμμα μου πάνω της ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικό.

Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό της. Το σηκώνει και μιλάει ρώσικα,

χειρονομώντας, σαν να τα γράφει στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω, κι ας
μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς της.

Εύχομαι ποτέ να μην τελειώσει μα κάποτε τελειώνει.

Ξαφνικά σηκώνει το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους

της και το κλείνει απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει μετά προσεκτικά,

φυσάει τη σελίδα και με κοιτάζει κατάματα. Χαμογελάω χαζά.

– Πούσκιν; τη ρωτάω

– Πούσκιν, μου απαντάει.

– Ρωσίδα; της κάνω

– Ουκρανή, διορθώνει. (Πουτάνα, σκέφτομαι).

– Όχι, ποιήτρια, μου λέει και ξανακάνει την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που

τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διάβαζε τις

σκέψεις μου.
Γκανάς απαγγέλλει Γκανά
(Παραλογή, 1993) [ΙΙΙ]

– Εσύ δε θα πεθάνεις.

– Μάζεψε τη φωτιά.

– Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.

– Όχι. Κοίταξε μην καείς.

– Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;

– Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.

– Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;

– Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.

Σύρε να παίξεις.

– Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.

– Μπα σε καλό σου. Φέρε μου το σινί.

– Η γιαγιά όμως θα πεθάνει.

– Θα ’σαι μεγάλος τότε μη φοβάσαι.

– Πόσο μεγάλος θα ’μαι;

– Άντρας. Θα ’χεις γυναίκα και παιδιά.

Μπορεί κι αγγόνια.

– Κι εσύ πώς θα ’σαι τότε;

– Σαν τη γιαγιά. Γριούλα.

– Σαν τη γιαγιά; Φαφούτα μ’ ένα μάτι…

Εσύ δεν θα ’σαι έτσι. Κι ούτε θα πεθάνεις.

Θα πεθάνεις;

– Όχι δεν θα πεθάνω. Φέρε τη γάστρα.

– Άμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις.

– Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες.

– Άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ’ ακούς;

Σ’ ακούω. Ψεύτη.

Ούτε αυτά που μου ’ταξες παιδί δεν κράτησες.

Γκανάς απαγγέλλει Γκανά
Προσωπικό
"Γυάλινα Γιάννενα"

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει

μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή

δεν αξίζει τον κόπο.


Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη

κι ας μην είναι όπως παλιά,

δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,

κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.


Επειδή περνάς δύσκολες μέρες

σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς

που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω

τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,

δε θα πει πως δεν έχουμε

μοίρα στον ήλιο, έχουμε

τη δική μας μοίρα.


Επειδή πότε είσαι άνθρωπος

και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας

ψωμάκια μικρά της αποδημίας

κι ελπίζουνε τα παιδιά μας

σε καλύτερες μέρες.


Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι

και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι

για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,

μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,

αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι

δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε

απ’ το άλφα.


Τώρα ξέρουμε πού πονάς

πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,

διακοπή αίματος και κρυώνουν

τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό

να φορτίσει πάλι τα μέλη

με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.


Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς

και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο

για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά

και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη

κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές

και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά

και καμένα, θέλοντας ο καθένας

να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο

και πηγή, κατά τις περιστάσεις

ή και όλα μαζί στην ανάγκη,

δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ

να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,

κι αν είναι να περάσω

μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–

ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.